Το βαρίδι του κυπριακού προβλήματος

Πέμπτη, 18/7/2019 - 23:08
Νικόλας Ζαννέττος
Διευθυντής Ψηφιακών Καναλιών του Alpha

Η κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη τους τελευταίους μήνες γύρω από τις ενεργειακές πηγές της Κύπρου υπενθύμισε στους πάντες, με τον χειρότερο τρόπο, για ακόμη μια φορά, την διαχρονική ανασφάλεια που υποβόσκει τα τελευταία 45 χρόνια.

Η Κυπριακή Δημοκρατία ναι μεν κατάφερε να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ναι μεν κατάφερε να συνάψει διεθνείς συμμαχίες με γειτονικά κράτη, ναι μεν αναβάθμισε σε κάποιο βαθμό τις σχέσεις της με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ωστόσο είναι ένα κράτος που έχει σοβαρούς περιορισμούς ως προς την ανάπτυξη της εξωτερικής και οικονομικής του πολιτικής.

Όταν για παράδειγμα η Κυπριακή Δημοκρατία επιχείρησε να ακολουθήσει ένα επιθετικό ενεργειακό πρόγραμμα, με αριθμό γεωτρήσεων, εμπλοκή μεγάλων ενεργειακών κολοσσών, την ώρα που αναβάθμιζε τις σχέσεις της με κράτη όπως το Ισραήλ, την Αίγυπτο, την Ιορδανία και τις ΗΠΑ προσφάτως, η Τουρκία φρόντισε να υπενθυμίσει τις “πραγματικότητες” τις οποίες επικαλείται συνεπεία της τουρκικής εισβολής του 1974.

Το μήνυμα της είναι σαφές: “Δεν υπάρχει Κυπριακή Δημοκρατία, ότι θέλω κάνω στην περιοχή, δεν έχετε τη δύναμη να με αμφισβητήσετε ή να με ανταγωνιστείτε”.

Το μήνυμα το στέλνει με μια σειρά έκνομων ενεργειών, οι οποίες κατά τη Λευκωσία αποτελούν μέγιστη πρόκληση, κατά τη διεθνή κοινότητα όμως, δεν είναι αρκετές για να την αναγκάσουν να παρέμβει κατά τρόπο αποτελεσματικό.

Η διεθνής κοινότητα αρκείται σε δηλώσεις “ανησυχίας” και εκκλήσεις για “αυτοσυγκράτηση”, πολλές εκ των οποίων ήσαν προβληματικές ως προς το λεκτικό τους για την κυπριακή πλευρά. Η μεγαλύτερη υποστήριξη ήρθε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και πάλι με μέτρα τα οποία δεν είναι τίποτα άλλο από πολιτικό μήνυμα προς την Άγκυρα. Οι Ευρωπαίοι εταίροι μας διερωτήθηκαν στις συζητήσεις που έγιναν, πως η Κύπρος και η Ελλάδα θα διαχειριζόταν τα εκατομμύρια των προσφύγων που θα έστελνε η Τουρκία για να απαντήσει σε ενδεχόμενες κυρώσεις. Ήταν ένας από τους λόγους που αποφεύχθηκαν.  

Η προβληματική μεγάλη εικόνα οδηγεί αρκετούς συμπολίτες μας να καταλήγουν στο συμπέρασμα πως “ότι και να κάνουμε, είναι λάθος”. Από την άποψη ότι οποιασδήποτε μορφής αντίδραση της Λευκωσίας, απαντάται από την Άγκυρα με πολύ πιο πρακτικό τρόπο που έχει δυσανάλογες επιπτώσεις και δημιουργεί ολοένα και περισσότερα τετελεσμένα και κατ΄επέκταση δυσμενέστερα δεδομένα ως προς τον επιδιωκόμενο στόχο που θεωρητικά είναι η επίλυση του κυπριακού προβλήματος.

Οι ευθύνες του πολιτικού προσωπικού στην Κύπρο είναι ασήκωτες. Απέτυχε να παράξει πολιτική τέτοια που να επιλύει τα αδιέξοδα, ενώ χρόνο με το χρόνο μειώνονται δραστικά τα όσα θα μπορούσαν να διεκδικηθούν στο πλαίσιο μιας διαπραγμάτευσης για συνολική επίλυση του κυπριακού.

Η απουσία ειλικρίνειας στον δημόσιο διάλογο, η δημιουργία προσδοκιών που δεν συνάδουν με τις πραγματικότητες της διαπραγματευτικής θέσης στην οποία οι χειρισμοί που γίνονταν οδήγησαν την ε/κ πλευρά, έχουν αυξήσει το αίσθημα της απογοήτευσης και κατ' επέκταση της αδιαφορίας των Κυπρίων για το κυπριακό σε άνευ προηγουμένου επίπεδα.

Τα ερωτήματα, “μέχρι που θα το τραβήξει η Άγκυρα;”, “πώς θα τερματιστεί όλο αυτό που συμβαίνει;”, “με ποια δεδομένα θα γίνει η επόμενη διαπραγμάτευση για το κυπριακό;”, παραμένουν επί του παρόντος αναπάντητα.

Το “βαρίδι” του κυπριακού είναι εκεί και λειτουργεί ως ένας εξαιρετικά επιβαρυντικός παράγοντας για την ορθολογιστική ανάπτυξη του νησιού...η κοινωνία οφείλει και πρέπει να γίνει πιο απαιτητική.