Πέντε χρόνια μετά το δημοψήφισμα

Τετάρτη, 23/6/2021 - 12:47
Ανδρέας Μεταξάς
Δημοσιογράφος
Ο Ανδρέας Μεταξάς είναι δημοσιογράφος στον Alpha

Στις 23 Ιουνίου του 2016 το 52% των Βρετανών, που ψήφισαν σε δημοψήφισμα, υποστήριξαν πως το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να εξέλθει της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η είδηση του αποτελέσματος ήταν ίσως ο πιο δυνατός σεισμός στα θεμέλια του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος, καθώς για πρώτη φορά ένα κράτος-μέλος επιλέγει να εξέλθει δίνοντας ένα χαστούκι σε κάθε ιδέα φιλελευθερισμού και σύγχρονου οικονομικού ρεαλισμού.

Είναι μια μέρα θλίψης για τους ορκισμένους Ευρωπαϊστές σε κάθε άκρο της ηπείρου αλλά και μια απόδειξη πως ο λαϊκισμός και ο εθνικισμός μπορούν όντως να επικρατήσουν της λογικής, ακόμη και σε μια χώρα που μας έμαθε τον σεβασμό και την προαγωγή της διαφορετικότητας, της πολυπολιτισμικότητας και προωθούσε πάντοτε τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Πέντε χρόνια μετά, η εικόνα του Ηνωμένου Βασιλείου έχει πληγεί ανεπανόρθωτα, κυρίως στην Ευρώπη, καθώς η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον δεν δίστασε να παραβιάσει τους όρους της συμφωνίας αποχώρησης (που ο ίδιος υπέγραψε) και να παρατείνει μονομερώς την περίοδο χάριτος για τους τελωνιακούς ελέγχους μεταξύ Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας. Τόσο αυτή αλλά και άλλες παραβιάσεις στην συμφωνία αποχώρησης συνιστούν επομένως την εν συνειδήσει παραβίαση του διεθνούς δικαίου από την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου.

Η εμμονή τόσο αυτής αλλά και των προηγούμενων κυβερνήσεων που ακολούθησαν του διχαστικού δημοψηφίσματος, στα θέματα αυτοκυριαρχίας, μείωσης της μετανάστευσης (κυρίως από χώρες της ανατολικής Ευρώπης) αλλά και σε οτιδήποτε είχε χαρακτήρα Ευρωπαϊκό, τονίζουν την αλλαγή πλεύσης της χώρας υπό τους Συντηρητικούς. Με κάθε ευκαιρία τονίζεται ευθαρσώς πως «οι πολίτες ψήφισαν Brexit», τη στιγμή που μέχρι και σήμερα εξαπολύονται απειλές από τη Βρετανική κυβέρνηση προς τους Ευρωπαίους που ζουν και εργάζονται στην χώρα, πως θα χάσουν όλα τους τα δικαιώματα εάν δεν αιτηθούν άδεια παραμονής μέσα στις επόμενες 28 μέρες.

Παράλληλα, η ίδια κυβέρνηση προσφέρει ευκαιρίες μετανάστευσης στους πολίτες του Χονγκ Κονγκ και δικαίωμα παραμονής και εργασίας στους πολίτες της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας, αποδεικνύοντας πως το κριτήριο για την ομάδα των εθνικιστών που κατέλαβε το Νούμερο 10 της Ντάουνιγκ Στριτ, ήταν πάντοτε στην βάση της εθνικότητας, μία συμπεριφορά με ξεκάθαρα ρατσιστικές καταβολές.

Είναι άξιο απορίας, γιατί φτάσαμε ως εδώ;

Πάμε στο 2015, όταν ο τότε Πρωθυπουργός της χώρας τονίζει σε μία από τις προεκλογικές του ομιλίες πως εάν επιλεγεί ο ίδιος να ηγηθεί και μάλιστα με αυτοδυναμία στη Βουλή των Κοινοτήτων, θα επικρατήσει η σταθερότητα, ενώ αν κυβερνήσει ο τότε πολιτικός του αντίπαλος Εντ Μίλιπαντ θα επικρατούσε το χάος στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο Κάμερον κέρδισε τις εκλογές και πήρε την αυτοδυναμία και αυτό που ακολούθησε ήταν το απόλυτο χάος.

Μία από τις προεκλογικές του δεσμεύσεις ήταν η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος για να ελέγξει το ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα μιας μερίδας βουλευτών του κόμματός του, ρητορική που έβρισκε αντίκρισμα στις Ευρωεκλογές, με θεαματικά ποσοστά για το κόμμα του Νάιτζελ Φάρατζ. Από εκεί λοιπόν ξεκίνησε το Brexit, από ένα εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι ενός κόμματος, με κατά τα άλλα σπουδαία πολιτική ιστορία. Αυτό λοιπόν εγείρει πολλές απορίες – ποιοι αποφασίζουν τελικά για το μέλλον; Οι πολιτικοί ή οι πολίτες; Πώς μπορούν οι πολίτες να αποφασίζουν για θέματα για τα οποία δεν έχουν τις βασικές γνώσεις και δεν μπορούν κατανοήσουν, ενώ γίνονται θύματα παραπληροφόρησης; Άλλωστε ένα δημοψήφισμα έχει πάντα συμβουλευτικό χαρακτήρα και καμία νομική υποχρέωση στην όποια κυβέρνηση να εφαρμόσει το αποτέλεσμα.

Ας δούμε όμως τί μας δίδαξε ο δρόμος για το δημοψήφισμα.

Οι σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης παρουσίαζαν τότε πως το ένα τρίτο των ψηφοφόρων θα στήριζε σίγουρα παραμονή στην ΕΕ, κυρίως για ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους, το ένα τρίτο θα ψήφιζε έξοδο για τους αντίθετους πολιτικούς και ιδεολογικούς λόγους, ενώ το τελευταίο τρίτο αμφιταλαντευόταν θέλοντας να εξετάσει τους λόγους για να επιλέξει ένα από τα δύο. Οι πολιτικοί αναλυτές κατάλαβαν πως το μόνο θέμα που θα έκανε τους αναποφάσιστους να επιλέξουν είναι το οικονομικό κόστος ή το οικονομικό όφελος που θα έχει για την χώρα από κάθε μία από τις επιλογές (ανάλογα βέβαια πως το αντιλαμβάνεται ο καθένας).

Για εκείνους εκ των αναποφάσιστων που στήριξαν το Remain στο τέλος, το έκαναν λόγω του οικονομικού αντίκτυπου που θα είχε στην χώρα η έξοδος από την Ένωση, γεγονός που επιβεβαίωναν τότε όλοι οι έγκυροι οικονομολόγοι. Ο φόβος για τις επιπτώσεις στην αγορά εργασίας, τόσο στα βιομηχανικά κέντρα αλλά και στο Λονδίνο έκανε ένα μέρος των ψηφοφόρων να ακολουθήσουν τη συμβουλή του τότε Πρωθυπουργού για παραμονή της χώρας στην ΕΕ.

Από την άλλη, το ίδιο επιχείρημα στηρίχθηκε και από την καμπάνια για το Brexit, με σειρά ψευδών ειδήσεων, όπως τα ίδια τα μέλη της καμπάνιας αποκάλυψαν μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, έχοντας βέβαια βομβαρδίσει το διαδικτυακό κοινό με ψέματα μέσω της συνεργασίας τους με την εταιρία δεδομένων Cambridge Analytica.

Το Brexit όμως πραγματοποιήθηκε. Τελείωσε.

Ήταν μια σειρά από ατυχή γεγονότα που αποκάλυψαν την αστάθεια και την προβληματικότητα του εκλογικού συστήματος της Βρετανίας (με τις μονοθεσικές περιφέρειες) αλλά και το μέγεθος της παραπληροφόρησης που επικρατεί μέσω των λαϊκίστικων εφημερίδων, που για δεκαετίες ολόκληρες δυσφημούσαν την Ευρωπαϊκή Ένωση στα λαϊκά στρώματα για να πουλήσουν, ενώ κυβερνήσεις επί κυβερνήσεων έφταιγαν τις Βρυξέλλες για τις δυσλειτουργίες και τα προβλήματα διακυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου.

Το Βασίλειο μοιάζει ένα βήμα από τη διάλυση, καθώς δύο από τα κράτη που το απαρτίζουν φλερτάρουν έντονα με την ιδέα της απόσχισης, ειδικά μετά τους εγκληματικούς χειρισμούς της κυβέρνησης Τζόνσον στο ζήτημα της πανδημίας. Το Brexit όμως τελείωσε και πρέπει να

μάθουμε από τα λάθη, γιατί ο λαϊκισμός μπορεί να θυσιάσει το κοινό καλό στον βωμό της δημοκρατίας και το πρόβλημα δεν κρύβεται κάτω από το χαλί.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση δανείστηκε 750 δισεκατομμύρια για να βοηθήσει τα κράτη μέλη να εξέλθουν της οικονομικής κρίσης, αποτέλεσμα της πανδημίας. Αυτή είναι μια έμπρακτη απάντηση στους επικριτές της και ένα ριζοσπαστικό εγχείρημα που απαντά στις πραγματικές ανάγκες των πολιτών. Πολλοί Λονδρέζοι σήμερα θα ήθελαν να έχουν την εξασφάλιση της εργασίας τους στη Βρετανία, η οποία θα προερχόταν από αυτό το ταμείο ανάκαμψης. Ένας εξ’ αυτών είναι και ο συγγραφέας.