Τέχνη, ελευθερία έκφρασης και νομολογία...

Παρασκευή, 18/9/2020 - 11:25
Ηλίας Χρίστου
Γράφει ο Ηλίας Χρίστου
Δικηγόρος-Νομικός Σύμβουλος

Art should comfort the disturbed and disturb the comfortable

(μετ: Η τέχνη θα πρέπει να ανακουφίζει τους ενοχλημένους και να ενοχλεί το άνετο)

Με το που ξέσπασε ο ντόρος γύρω από το θέμα του καθηγητή και των πινάκων του το πρώτο πράγμα που κυριολεκτικά, όχι απλά σκέφτηκα, αλλά καρφώθηκε στο μυαλό μου είναι η πιο πάνω φράση από τον Μεξικανό ποιητή Cesar A. Cruz.

H τέχνη λοιπόν ως μέσω έκφρασης θα έλεγα πως παρέχει ανακούφιση στους «διαταραγμένους», με την ευρεία έννοια του όρου και όχι αυτή του ψυχικά άρρωστου, αλλά και ενοχλεί και «τσιγκλά» θα έλεγα τους βολεμένους· αυτούς που δεν θέλουν να ενοχλούνται ούτε και να προβληματίζονται ούτε καν να σκέφτονται.

Η τέχνη ως μέρος της ελευθερίας της έκφρασης εμπίπτει στις ατομικές ελευθερίες οι οποίες προστατεύονται τόσο από το Κυπριακό Σύνταγμα όσο και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου άρθρα 19 και  10 αντίστοιχά τα οποία αναφέρουν ότι:

«Έκαστος έχει το δικαίωμα ελευθερίας του λόγου και της καθ’ οιονδήποτε τρόπον εκφράσεως»

Η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της δημοκρατίας και βασικό στοιχείο όσον αφορά τη χορήγηση πολλών δικαιωμάτων. Το δικαίωμα που προστατεύεται έχει μια πολύ ευρεία ερμηνεία και υπερβαίνει την ελευθερία του Τύπου. Καλύπτει τον πολιτικό λόγο, τον εμπορικό λόγο και την καλλιτεχνική έκφραση.

Στο δικαίωμα ελευθερίας λοιπόν και εκφράσεως εμπίπτει και η τέχνη την οποία προστατεύει εξειδικευμένα η Ευρωπαϊκή Ένωση εισάγοντας το αρ. 13 στον Χάρτη των Θεμελιακών Δικαιωμάτων της το οποίο αναφέρει ότι:

«Η τέχνη και η επιστημονική έρευνα είναι ελεύθερες. Η ακαδημαϊκή ελευθερία είναι σεβαστή»

Συνεπώς ο ορισμός του τι αποτελεί τέχνη από εννοιολογικής προσέγγισης κάθε άλλο παρά αδιάφορη είναι για το δίκαιο ενόψει της αναγκαιότητας διακρίβωσης του εάν ένα συγκεκριμένο έργο συνιστά έργο τέχνης, προκειμένου να κριθεί εάν αυτό υπάγεται στο προστατευτικό πεδίο του νόμου.

Το πρόβλημά έγκειται στο ότι κανείς δεν δύναται με ακρίβεια να προσδιορίσει το τι ακριβώς εμπεριέχει ο ορισμός της τέχνης ή αν θέλετε καλύτερα ότι ορισμοί για το τι αποτελεί τέχνη υπάρχουν πολλοί. Εκ βάθρων διανοούμενοι και καλλιτέχνες έδωσαν εν καιρό την δική τους εκδοχή για το τι αποτελεί τέχνη χωρίς όμως να υπάρχει η απαραίτητη ταύτιση για ένα κοινό ορισμό.

Έτσι ο F. Nietzsche (1844–1900) στο 8 βιβλίο του «Η Γένεση της Τραγωδίας» ορίζει την τέχνη ως «οριστική αποδοχή, ευλογία και θεοποίηση της ανθρώπινης ύπαρξης· ξελογιάστρα και ελιξίριο ζωής». Ο K. Marx (1818–1883) διακήρυξε ότι «το κάθε τι μπορεί να είναι τέχνη και ο καθένας μας καλλιτέχνης», ενώ ο Picasso (1881–1973) όταν ρωτήθηκε τί είναι τέχνη απάντησε ότι δεν γνωρίζει και αν το γνώριζε θα το κρατούσε μυστικό.

Σύμφωνα με την απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας «Mephisto-Beschluss», η τέχνη η και καλλιτεχνική δημιουργία συνταιριάζει τις ασυνείδητες και συνειδητές εντυπώσεις που δεν μπορούν να διαχωριστούν. Η τέχνη δεν αποτελεί μόνο διανόηση, αλλά και έκφραση των συναισθημάτων ή και των απόψεων του εκάστοτε καλλιτέχνη, η οποία εκ φύσεως της ξεφεύγει από τα πλαίσια των αυστηρών εννοιολογικών προσδιορισμών που προϋποθέτει το δίκαιο και αφήνεται θα έλεγε κανείς στην υποκειμενική κρίση του ατομικού βιώματος του δέκτη ή της προσωπικής αντίληψης και ωριμότητας του κοινού να αντιληφθεί το μήνυμα ή το συναίσθημα που θέλει να μεταδώσει ο εκάστοτε καλλιτέχνης που μπορεί να ελεγχθεί μόνο μέσω της λογικής και κάθε φορά ξεχωριστά.

Στην υπόθεση Ahmed and Others vs The UK το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ανέφερε τα ακόλουθα:

«μια παρέμβαση μπορεί να δικαιολογείται μόνο από επιτακτικές αναγκαιότητες και οι εξαιρέσεις πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Ανέφερε επίσης ότι η έκφραση που προστατεύεται από την παράγραφο 1 περιλαμβάνει “όχι μόνον ιδέες που γίνονται δεκτές ευνοϊκά ή που δεν  θεωρούνται προσβλητικές … αλλά και εκείνες τις ιδέες που προσβάλλουν, σοκάρουν ή ενοχλούν το Κράτος ή κάποιο τμήμα του πληθυσμού”. Επομένως οι απόψεις οι οποίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν ακραίες και προσβλητικές και η τέχνη η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί άσεμνη δύνανται κατά κανόνα να εκφράζονται και να παρουσιάζονται σύμφωνα με τις περιορισμένες εξαιρέσεις της παραγράφου 2, οι οποίες πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Το τεκμήριο αναγνωρίζεται υπέρ της έκφρασης».

Συνάγεται λοιπόν από τα πιο πάνω ότι στο δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης ή και ελευθερίας της τέχνης ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφραστεί με τρόπο ο οποίος ορισμένες φορές δύναται να προσβάλει η και να σοκάρει το κοινωνικό σύνολο. Πάραυτα κατά την ταπεινή μου γνώμη το κριτήριο αυτό δεν είναι πάντοτε σταθερό και συχνά μετατοπίζεται ανάλογα με την φύση της υπόθεσης.

Τον Σεπτέµβριο του 2005 όταν η δανέζικη εφηµερίδα «Jullands Posten» («Ταχυδρόµος της Γιουτλάνδης») δηµοσίευσε 12 γελοιογραφίες που απεικόνιζαν τον προφήτη του Ισλάµ, Μωάµεθ, υπονοώντας ότι είναι υποστηρικτής της τροµοκρατίας, προκλήθηκαν οι µεγαλύτερες ίσως διαµαρτυρίες µουσουλµάνων στην Ευρώπη µέχρι τότε. Η Jullands Posten αντιµετώπισε δικαστική δίωξη στη ∆ανία, επειδή δημοσίευσαν ένα κείµενο συνοδευόµενο από «προκλητικά» και «υβριστικά» σκίτσα εναντίον του προφήτη. Ωστόσο ο πρόεδρος του δικαστηρίου του Όρχους είχε αντίθετη άποψη και δήλωσε πως «τα σκίτσα αυτά δεν ήταν προσβλητικά ούτε είχαν στόχο να υποτιµήσουν τον µουσουλµανικό κόσµο», σύµφωνα µε τα πρακτικά του δικαστηρίου. Επιπλέον αναφέρονταν ότι «ακόµη κι αν το κείµενο που συνοδεύει τα σκίτσα αυτά µπορεί να αναγνωσθεί ως εξώθηση σε περιφρόνηση και γελοιοποίηση, οι γελοιογραφίες δεν είχαν προσβλητικό χαρακτήρα».  Το ίδιο συνέβει όταν η « Charlie Hebdo» αναδηµοσίευσε τα σκίτσα που είχαν πρωτοδηµοσιευθεί στην Jullands Posten της ∆ανίας όπου και πάλι κρίθηκε ότι δεν έχουν προσβλητικό χαρακτήρα τα κείμενα ή τα σκίτσα.

Αντιθέτως στις πολύ γνωστές υποθέσεις Otto Preminger Institut v. Austria και Wingroove v. United Kingdom όπως και σε άλλες παρόμοιες που αφορούσαν προσβολή εν πάση περίπτωση των χριστιανικών ιδεωδών το ΕΔΔΑ αποφάσισε με τρόπο που δείχνει έναν ιδιόμορφο προστατευτισμό των φανατικών χριστιανικών πεποιθήσεων και βαθαίνει θα έλεγε κανείς τον διαχωρισμό μεταξύ διαφορετικών θρησκειών στην επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς απαγόρευσε την κυκλοφορία των δυσφημιστικών ταινιών.

Το ίδιο κριτήριο με το ΕΔΔΑ λοιπόν, κατά την ταπεινή μου γνώμη χρησιμοποιεί και η κυπριακή κοινωνία η οποία εξαντλεί τον θρησκευτικό φανατισμό της αλλά και την ανθρωποφαγία της σε ένα άνθρωπο της τέχνης του οποίου τα δημιουργήματα μπορεί μεν να ενοχλούν ορισμένους ή και όλους αλλά ταυτόχρονα μπορεί και να θέλγουν ημετέρους.

Προσωπικά υιοθετώ και προσυπογράφω τα όσα ανέφερε το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών στην περίφημη απόφαση του Μίμη Ανδρουλάκη όπου αναφέρει ότι η τέχνη και η καλλιτεχνική δημιουργία κινείται στο χώρο της αλληγορίας και της φαντασίας, έτσι ώστε οι περιεχόμενες σ΄ αυτή φράσεις να µην μπορούν να εκληφθούν µε την κυριολεκτική τους σημασία και να μην θεωρούνται ότι αποβλέπουν σε προσβολή του θρησκευτικού συναισθήματος και σε φθηνό σκανδαλισμό του αναγνώστη.

Το δικαστήριο, μάλιστα ανάγει το δικαίωμα του συγγραφέα στην ελεύθερη καλλιτεχνική και πνευµατική δηµιουργία και στην ελεύθερη έκφραση των στοχασµών του, οι οποίες προστατεύονται ως «ύψιστο κοινωνικό αγαθό», του οποίου η διαφύλαξη καλύπτει (νοµιµοποιεί) και προσβολές του δικαιώµατος της προσωπικότητας, που τυχόν ενυπάρχουν κατά τη ενάσκησή του. Καταλήγει, λοιπόν, µε το σκεπτικό ότι «ακόµη και αν θίγεται η προσωπικότητα των αιτούντων, εφόσον δεν προσβάλλεται η αξία του ανθρώπου, έχει στη συγκεκριµένη περίπτωση υποδεέστερη σηµασία σε σχέση µε το αγαθό των ως άνω ελευθεριών» συνεχίζει δε λέγοντας ότι «σε µια δηµοκρατική κοινωνία, όπως η ελληνική, δεν µπορεί να θεωρηθεί επιτρεπτό να επιβάλλεται στους άλλους τι πρέπει να διαβάσουν».