Διέγνωσαν λανθασμένα καρκίνο του προστάτη και τον κατέστησαν σεξουαλικά ανίκανο

Τρίτη, 3/4/2018 - 12:26
Μικρογραφία

Με απόφαση του ημερομηνίας 30/3/18, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (Τ. Καρακάννα ΠΕΔ) έκρινε τον ιδιώτη ουρολόγο Δρ. Ανδρέα Μυριάνθους καθώς και το Απολλώνειο Ιδιωτικό Νοσοκομείο αμελείς σε σχέση με επέμβαση διουρηθρικής προστατεκτομής την οποία διενήργησε ο εν λόγω ιδιώτης ιατρός στον Ενάγοντα/ασθενή στις 7/5/04.

Λανθασμένη διάγνωση

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων αποφάνθηκε ότι ο ιδιώτης ιατρός τοποθέτησε λανθασμένη διάγνωση (καρκίνου του προστάτη) ενώ το πρόβλημα αφορούσε σκλήρυνση του αυχένα της ουροδόχου κύστης. Ο εν λόγω ιατρός δεν υπέβαλε τον Ενάγοντα, πριν την επέμβαση, σε ουρηθροκυστεοσκόπηση ή σε ουροδυναμικό έλεγχο εξετάσεις που θα παρείχαν τη δυνατότητα στον ιατρό να εξετάσει ενδοσκοπικά την ουρήθρα και την ουροδόχο κύστη και να εξακριβώσει τα αίτια τυχόν απόφραξης των ούρων και να αποκλείσει την πιθανότητα το πρόβλημα του ασθενή να οφείλετο σε απόφραξη των ούρων και να εστιάσει την προσοχή του σε άλλες πιθανές αιτίες.
 

Λανθασμένη επέμβαση

Κρίθηκε ότι η ενέργεια του γιατρού να αφαιρέσει ολόκληρο τον προστάτη ήταν ανεξήγητη και λανθασμένη, και μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο στην βάση της λανθασμένης διάγνωσης (για καρκίνο του προστάτη) αφού σύμφωνα με την μαρτυρία που δόθηκε ολόκληρος ο προστάτης αφαιρείται μόνο σε περίπτωση που διαγιγνώσκεται καρκίνος. Ο Εναγόμενος ουρολόγος διέγνωσε ότι ο Ενάγοντας έπασχε από καρκίνο του προστάτη ενώ δεν υπήρχε οποιαδήποτε επιστημονική ένδειξη ότι ο προστάτης του Ενάγοντα παρουσίαζε καρκίνο. Το γεγονός ότι ο Ενάγοντας δεν έπασχε από καρκίνο, ήταν προφανές σε οποιονδήποτε λογικό, ικανό γιατρό της ειδικότητάς του.


Παραβίαση καθήκοντος παροχής ιατρικών αρχείων

Το Δικαστήριο αποφάσισε επίσης ότι οι Εναγόμενοι παραβίασαν το καθήκον παροχής των ιατρικών αρχείων του Ενάγοντος και ότι αρνήθηκαν στον Ενάγοντα πρόσβαση στα ιατρικά του αρχεία, παρά το ότι αυτά είχαν ζητηθεί μέσω των δικηγόρων του από το 2007, κατά παράβαση του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Νόμου, της Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του περί Κατοχύρωσης της Προστασίας Δικαιωμάτων των Ασθενών Νόμου του 2004.


«Απώλεια Κάρτας/Φακέλου»

Σύμφωνα με την απόφαση, ο εναγόμενος ιατρός απέφυγε να προσκομίσει στο Δικαστήριο την κάρτα ασθενούς προφασιζόμενος ότι αυτή είχε απολεσθεί, ενώ πρόσφερε για μαρτυρία ένα έγγραφο το οποίο ετοίμασε εκ των υστέρων (και όχι σε ανύποπτο χρόνο εφόσον καταρτίστηκε μετά την καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης του Ενάγοντος) και το οποίο παρουσίασε ως πιστή μεταφορά και μετάφραση της εν λόγω κάρτας, για να εξυπηρετήσει την υπόθεση του.
 

Παράλειψη λήψης ενημερωμένης συγκατάθεσης

Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι ένας λογικός ιατρός οφείλει να αποκαλύψει εκείνες τις πληροφορίες που ο μέσος λογικός ασθενής θα ήθελε να γνωρίζει προτού δώσει τη συγκατάθεση του και ότι στην προκειμένη περίπτωση ο ιατρός απέτυχε να ενημερώσει τον Ενάγοντα για όλες τις υπαλλακτικές θεραπείες ή/και μεθόδους αντιμετώπισης του προβλήματος.

Ο Δρ. Μυριάνθους ενημέρωσε τον Ενάγοντα ότι έπασχε από καρκίνο και ότι θα έπρεπε να υποβληθεί σε επέμβαση για να αφαιρεθεί ο προστάτης. Δεν τον ενημέρωσε όμως με τρόπο που θα ήταν κατανοητός σε αυτόν τον τύπο της επέμβασης ότι επρόκειτο για διουρηθρική προστατεκτομή και παρέλειψε να τον ενημερώσει για τις πιθανές συνέπειες της πιο πάνω επέμβασης, συμπεριλαμβανομένης και της πιθανότητας αυτός να καταστεί σεξουαλικά ανίκανος. Το μόνο που του ανάφερε ήταν για την παλίνδρομη εκσπερμάτωση. Πέραν τούτου, παρέλειψε να συμπληρώσει το έντυπο συγκατάθεσης και κατ’ επέκταση να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση του. Το γεγονός ότι ο Ενάγοντας έθεσε την υπογραφή του σε ένα έγγραφο ασυμπλήρωτο, δεν συνεπάγεται ότι αυτός είχε δώσει τη συγκατάθεση του όπως υποβληθεί σε οποιαδήποτε επέμβαση. Στο έγγραφο συγκατάθεσης που υπογράφηκε από τον Ενάγοντα, δεν συμπληρώθηκε από το θεράποντα γιατρό το είδος της επέμβασης και δεν υπογράφτηκε από αυτόν.


Ο Ενάγοντας είχε δικαίωμα να γνωρίζει τον τύπο της επέμβασης στην οποία θα υποβαλλόταν και ταυτόχρονα τους σημαντικούς κινδύνους που εμπερίκλειε η θεραπεία αυτή, συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας αυτός να παραμείνει σεξουαλικά ανίκανος. Η πιθανότητα ήταν 13% στην περίπτωση της διουρηθρικής προστατεκτομής και 4.65 % στην περίπτωση της διουρηθρικής διατομής. Η συγκεκριμένη πληροφόρηση ήταν μεγάλης σημασίας στην υπό κρίση περίπτωση, καθότι η πιθανότητα ήταν αρκετά μεγάλη, ο Ενάγοντας, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν μόνο τριανταπέντε ετών και ήταν άτομο σεξουαλικά ενεργόν. Ο εναγόμενος ιατρός παρέλειψε να τον πληροφορήσει, μεταξύ άλλων, ότι υπήρχε η πιθανότητα η κατάσταση του στο μέλλον να υποτροπίαζε και να παρουσίαζε εκ νέου στένωμα. Αντιθέτως, τον καθησύχαζε ότι η επέμβαση θα είχε 100% επιτυχία. Ο Ενάγοντας συγκατατέθηκε όπως υποβληθεί σε επέμβαση στο κάτω ουροποιητικό του σύστημα, η συγκατάθεση όμως αυτή δεν ήταν το αποτέλεσμα ορθής και πλήρους πληροφόρησης. Με βάση τη μαρτυρία του Ενάγοντα, η οποία έγινε αποδεκτή, εάν ετύγχανε της δέουσας ενημέρωσης δεν θα συγκατατίθετο να υποβληθεί στη συγκεκριμένη επέμβαση.

Μετά τη λανθασμένη διενέργεια της διουρηθρικής προστατεκτομής και την αφαίρεση ολόκληρου του προστάτη, ο Εναγόμενος ιατρός προέβη και σε διατομή του αυχένα (TUIP). Η πιο πάνω ενέργεια κρίθηκε υπό τις περιστάσεις, εύλογη για αντιμετώπιση της κατάστασης, έχοντας υπόψη την εικόνα που παρουσίαζε ο αυχένας της ουροδόχου κύστης, ήταν στενός και ινώδης, με αποτέλεσμα να δημιουργείται απόφραξη των ούρων από την ουροδόχο κύστη προς την ουρήθρα, τα προβλήματα ούρησης που αντιμετώπιζε ο Ενάγοντας και το γεγονός ότι δεν υπήρξε σημαντική βελτίωση από τη φαρμακευτική αγωγή που έλαβε τους δύο τελευταίους μήνες. Το γεγονός όμως ότι η διενέργεια της πιο πάνω επέμβασης ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις δεν απάλλασσε τον ιατρό από την υποχρέωση να ενημερώσει τον Ενάγοντα ότι θα διενεργούσε την πιο πάνω επέμβαση και τις πιθανές επιπλοκές που θα μπορούσε να του προκαλέσει η επέμβαση αυτή.
 

Τα επακόλουθα

Ο Ενάγοντας μετά την επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε, είχε στυτική αδυναμία, πρόβλημα που συνεχίζει να αντιμετωπίζει έκτοτε και ότι λίγες βδομάδες αργότερα, αντιμετώπιζε εκ νέου πρόβλημα στην ούρηση. Μετά την επίδικη επέμβαση ο Ενάγοντας υποβλήθηκε σε διάφορες θεραπείες από μεγάλο αριθμό γιατρών τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό. Μέχρι και την ημέρα που του τοποθετήθηκε υπερηβικός καθετήρας, υποβλήθηκε μεταξύ άλλων σε δύο βαριές επεμβάσεις ήτοι σε ανοικτές εγχειρίσεις αυχένα κύστεως (πλαστική αυχένα κατά Y-V), σε τέσσερις ουρηθροτομές, σε διάνοιξη του αυχένα της κύστεως, σε διουρηθρική αφαίρεση του ουλώδους ιστού του αυχένα της κύστεως, σε καθετηριασμό της κύστεως και σε μεγάλο αριθμό ουρηθροκυστεοσκοπήσεων. Την 28.06.2011 ο Ενάγοντας υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση «υπερηβικής κυστεοστομής» κατά την οποία τοποθετήθηκε υπερηβικός καθετήρας. Έκτοτε φέρει μόνιμο υπερηβικό καθετήρα.

Ο Ενάγοντας, τον Οκτώβριο του 2005 προσπάθησε να θέσει τέρμα στη ζωή του με τη χρήση lannate. Η σεξουαλική ανικανότητα του και τα δυσουρικά προβλήματα που αντιμετώπιζε, τον εξασθένησαν σωματικά και ψυχικά, σε τέτοιο βαθμό που τον οδήγησαν στην απεγνωσμένη ενέργεια της αυτοκτονίας. Ο Ενάγοντας αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει τρεις συνολικά φορές.
 

Ευθύνη ιδιωτικού νοσοκομείου

Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ως συνυπεύθυνο και το Απολλώνειο Νοσοκομείο καθότι ιδιωτικό νοσοκομείο και οι γιατροί που στεγάζονται σ’ αυτό παρουσιάζονται στο κοινό ότι λειτουργούν ως μία οντότητα. Το Νοσοκομείο έχει μια μη μεταβιβαζόμενη υποχρέωση (non delegable duty) σε σχέση με θεραπεία η οποία χορηγήθηκε εντός του Νοσοκομείου, ανεξαρτήτως αν ο επαγγελματίας που ήταν αμελής ήταν εργοδοτούμενος του Νοσοκομείου ή αυτοεργοδοτούμενος. Λέχθηκε ότι είναι αδιανόητο για ένα Νοσοκομείο να επικαλείται τη συμβατική σχέση μεταξύ του ιδίου και του γιατρού, τους ακριβείς όρους της οποίας ουδέποτε αποκάλυψε στον ασθενή αλλά ούτε στη συνέχεια και στο Δικαστήριο, για να αποφύγει τις ευθύνες τους.


Αποζημιώσεις

Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα ότι τα προβλήματα ούρησης που αντιμετώπιζε ο Ενάγοντας μετά την επέμβαση και συνεχίζει να αντιμετωπίζει μέχρι σήμερα είναι απότοκα της επίδικης επέμβασης και ως εκ τούτου δεν επεδίκασε στον Ενάγοντα αποζημιώσεις για τις επεμβάσεις που ακολούθησαν καθώς και για την απώλεια εισοδημάτων του.

Με βάση τα πιο πάνω, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τις βλάβες του Ενάγοντα, τόσο τις σωματικές όσο και τις ψυχικές, τον πόνο και την ταλαιπωρία που υπέστη και συνεχίζει επεδίκασε το ποσό των €70.000 για γενικές αποζημιώσεις πλέον €3.023,63 πλέον τόκους και έξοδα ειδικές αποζημιώσεις εκδίδοντας σχετική απόφαση υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα.

Την υπόθεση εκ μέρους του Ενάγοντος χειρίστηκε ο κ. Νίκος Ι. Αβρααμίδης για Λ. Παπαφιλίππου & Σία ΔΕΠΕ. Την υπόθεση εκ μέρους του νοσοκομείου χειρίστηκε ο κ. Γιώργος Κορφιώτης και εκ μέρους του εναγόμενου ιατρού, ο κ. Γιώργος Κορφιώτης με κα. Χρυσταλλένη Μαυρικίου εκ μέρους του γραφείου Χρυσαφίνη & Πολυβίου.