Γιατί ο Τζιωνής πήρε τα γυαλιά του άτυχου Γιώργου από το μοιραίο υπνοδωμάτιο;

Τετάρτη, 30/1/2019 - 16:54
Μικρογραφία

Σε συνταρακτικές αποκαλύψεις ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου που συνεδριάζει στη Λευκωσία αναφορικά μέ τη διάπραξη της στυγερής δολοφονίας του ζεύγους Χατζηγεωργίου, στο Στρόβολο, προέβη ο κατηγορούμενος Λοίζος Τζιωνής.

Η κατάθεση του κατηγορούμενου αναγνώστηκε σήμερα ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας από τον μάρτυρα κατηγορίας και εκ των ανακριτών της υπόθεσης, Λοχία του ΤΑΕ Λευκωσίας Σάββα Σιαμούτη.

Σε αυτήν αναφέρει ότι ο ίδιος κατάφερε να μπει στο σπίτι, έχοντας μαζί του και το μαχαίρι ενώ ο Χατζηξενοφώντος έμεινε από έξω. Ο Τζιωνής υποστηρίζει ότι ο Χατζηξενοφώντος του είπε σε κάποια στιγμή να πάρει και το σπαθί μαζί του και τότε αυτός του απάντησε «εν τζαι να σκοτώσω χίλια πλάσματα» και έτσι δεν το πήρε μαζί του. Αναφέρει ότι σε κάποια στιγμή η επήρεια της κοκαΐνης είχε περάσει και άρχισε να αγχώνεται και να ιδρώνει, ενώ όταν μπήκε στο σπίτι διαπίστωσε ότι το χρηματοκιβώτιο έλειπε από εκεί που το είδε την τελευταία φορά με αποτέλεσμα να ξαφνιαστεί και υπέθεσε ότι κάποιος άλλος θα το είχε κλέψει προηγουμένως.

Είπε ότι εκείνη τη στιγμή άκουσε μια γυναικεία φωνή από το διπλανό δωμάτιο και ένοιωσε ένα ρίγος στην πλάτη του «και σηκώθηκε η τρίχα μου». Τότε προσπάθησε να εισέλθει αθόρυβα στο δωμάτιο από όπου ακούστηκε η φωνή, αλλά από το τρακ του κτυπούσε παντού. Είπε ότι όταν μπήκε στο δωμάτιο διαπίστωσε ότι όλα ήταν τόσο περιποιημένα «σαν μην εζούσαν μέσα πλάσματα».

Είπε ότι στο δωμάτιο είδε μια γυναίκα να ξαπλώνει ανάσκελα στο κρεβάτι, φορώντας ένα μακρύ νυχτικό και ένοιωσε ότι ήταν βυθισμένη στις σκέψεις της. Είπε ότι τον είδε αλλά δεν σηκώθηκε από το κρεβάτι, βάζοντας όμως μια κραυγή. Σε κάποια στιγμή η ίδια σηκώθηκε από κρεβάτι και ήρθε προς το μέρος του και τότε αυτός της είπε «σιγά, συγνώμη, συγνώμη».

Τότε ο ίδιος προσπάθησε να της κλείσει το στόμα με το χέρι του για να μη φωνάξει. Η ίδια προσπάθησε να τον σπρώξει, όπως ισχυρίζεται, και τότε ο ίδιος θυμήθηκε το μαχαίρι που κρατούσε. «Το πρώτο άγγιγμα ήταν σαν να τζαι ήρθε τζείνη προς το μαχαίρι τζαι έππεσε μπρούμητα πάνω στο κρεβάτι».

Είπε ότι εκείνη την ώρα δεν θυμόταν τι εκαμνε ούτε και πρόσεξε αίματα πάνω στη γυναίκα. «Εκατάλαβα όμως σε κάποια φάση τζαι ένοιωσα ότι εφκήκε η ψυχή της».

Στη συνέχεια άκουσε μια αντρική φωνή από το διάδρομο να λέει «τι γίνεται» ενώ ο ίδιος βρισκόταν ακόμη εντός του υπνοδωματίου κρατώντας με το δεξί του χέρι το μαχαίρι και την καρδιά του έτοιμη να σπάσει, όπως αναφέρει στην κατάθεση του.

Τότε, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, ο Χατζηγεωργίου μπήκε στο δωμάτιο και είδε τη γυναίκα του και κατευθύνθηκε προς τον ίδιο επιχειρώντας να τον πιάσει από το λαιμό. Είπε ότι ο ίδιος συνέχισε να κρατά το μαχαίρι και αισθάνθηκε ότι περνούσαν τα λεπτά γρήγορα.

«Ένοιωσα τη δύναμη του και εψευτοπαλέψαμε... Επειδή ήταν πιο ψηλός μου τζαι εύσωμος εκατάφερε τζαι έριξε με χαμέ. Εγονατατίσαμε τζαι οι θκυό» είπε και στη συνέχεια του κάρφωσε το μαχαίρι στην κοιλιά του. Σύμφωνα με τα όσα κατέθεσε στους ανακριτές, το θύμα τον έσφιξε στη συνέχεια πιο δυνατά στο λαιμό και τότε συνέχισε να τον μαχαιρώνει αισθανόμενος ότι απειλείτο.  Ο κατηγορούμενος είπε ότι το θύμα το μόνο που του είπε ήταν «σταμάτα να μου βάλλεις άλλες».

Ο κατηγορούμενος ανέφερε στην κατάθεση του ότι κανένα από τα θύματα δεν τον παρακάλεσε να μην τα σκοτώσει, λέγοντας ότι ο ίδιος είχε την αίσθηση ότι «σαν να τζαι επερημέναν το. Ούτε μου είπαν ότι είχαν γιο να τους λυπηθώ».   

Είπε επίσης ότι πριν φύγει από το δωμάτιο πήρε μαζί του τα γυαλιά μυωπίας που φορούσε ο Χατζηγεωργίου. «Έπιασα τα γιατί ήταν τα μμάθκια του, με τζείνα έβλεπε την ζωή του ούλλη». Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στο υπνοδωμάτιο του γιου του ζεύγους, ο οποίος τον παρακάλεσε, όπως αναφέρει, για τη ζωή του, λέγοντας του ότι «νομίζω εσκότωσα τους γονιούς σου». Ο γιος του ζεύγους συνέχισε να τον παρακαλά να μην τον σκοτώσει και να του λέει να πιάσει τα χρήματα που βρίσκονταν στο σπίτι και να τον αφήσει να ζήσει. Ο ίδιος τον καθησύχασε ότι δεν θα του έκαμνε κακό γιατί είχε και ίδιος γιο στην ηλικία του. Προτού τον κλειδώσει στην αποθήκη στο υπόγειο της οικίας, του ζήτησε να ανοίξει του Χατζηξενοφώντος που βρισκόταν εκτός της οικίας και ο οποίος τον ερώτησε αν σκότωσε το ζεύγος.

«Τώρα που σας τα είπε εξελάφρωσα τζαι ήδη νοιώθω καλύτερα. Ζητώ συγνώμη για ό,τι έκαμα, τζαι ζητώ να δείξει επιείκεια το δικαστήριο», καταλήγει στην κατάθεση του ο Τζιωνής

Στην κατάμεστη από κόσμο αίθουσα του δικαστηρίου βρισκόταν σήμερα και η αδελφή του Γιώργου Χατζηγεωργίου, Ελένη. Η εκδίκαση της υπόθεσης συνεχίζεται στις 6 και 8 Φεβρουαρίου στις 9 το πρωί.

Πηγή
ΚΥΠΕ