Η επιστημονική ανάλυση του ιδιόγραφου σημειώματος στη σκηνή του εγκλήματος

Τρίτη, 30/6/2020 - 14:26
Μικρογραφία

Τρεις τουλάχιστον επιστημονικές απόψεις θα χρειαστούν ούτως ώστε να καταδειχθεί κατά πόσο η ανευρεθείσα επιστολή στη σκηνή του εγκλήματος όπου βρέθηκαν νεκρή ένας άνδρας και μια γυναίκα σε διαμέρισμα στη Λακατάμια, ομοιάζει με τον γραφικό χαρακτήρα ενός εκ των δύο.

Μιλώντας στην εκπομπή Alpha Ενημέρωση η δικαστική ψυχολόγος Έρη Ιωαννίδου ανέφερε ότι θα πρέπει να διαπιστωθεί κατά πόσο το γράμμα γράφτηκε από το ένα από τα δύο θύματα ενώ θα πρέπει να αναλυθεί το περιεχόμενο του που θα καταδείξει ίσως κάποια πράγματα για την ψυχολογική κατάσταση που βρισκόταν ο συγγραφέας του. Ενδεχομένως είπε να λέει και κάποια πράγματα για τα κίνητρα η και το background της σχέσης των δύο.

Ο δικανκός γλωσσολόγος Ανδρέας Ανδρέου μιλώντας στην ίδια εκπομπή τόνισε πως θα πρέπει το κείμενο να οριστεί ως ένα κείμενο αγνώστου πατρότητας το οποίο μόνο η αστυνομία κατόπιν ανάλυσης από ειδικούς θα μπορούσε να καταδείξει τους πιθανούς συγγραφείς του.

«Στηριζόμενοι σε μια θεωρία της γλωσσολογίας της θεωρίας της ιδιολέκτου η οποία ουσιαστικά μας λέει ότι ο κάθε συγγραφέας αναπτύσσει το προσωπικό τρόπο με τον οποίο εκφράζεται γραπτώς ή προφορικώς μπορούμε να εντοπίσουμε ευδιάκριτα και ιδιοσυγκρασιακά στοιχεία μέσα στην γλώσσα του τα οποία θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν στο να κάνουμε υπόθεση σχετικά με το ποιος θα μπορούσε να είχε γράψει αυτό το κείμενο», είπε χαρακτηρηστικά.

Συγκεκριμένα θα πρέπει είπε να παρατηρηθούν τα ακόλουθα: 

  • Το μήκος της πρότασης
  • Η σύνταξη που χρησιμοποιείται
  • Η επιλογή των λέξεων
  • Τα στυλιστικά χαρακτηριστικά και η χρήση ή μη χρήση των σημείων στίξης

Τα πιο πάνω εξήγησε μπορούν να βοηθήσουν εάν συγκριθούν ώστε να βρεθεί ο τρόπος με τον οποίο γράφει ο Α’ και πως ενδεχομένως να διαφέρει από τον Β’.

«Σε περιπτώσεις εγκλήματος στις οποίες το μήνυμα πρέπει να αποσταλεί να γραφεί άμεσα και λαμβάνοντας υπόψη την ψυχολογική κατάσταση του συγγραφεί είναι σχεδόν αδύνατο να είναι σε θέση ο συγγραφέας να αλλάξει σκόπιμα τον τρόπο που γράφει για να παραπλανήσει τις αστυνομικές αρχές», επισήμανε προσθέτοντας ότι ο δικανικός γλωσσολόγος θα εξετάσει πρότερα κείμενα των δύο συγγραφέων με σκοπό να εντοπίσει τα χαρακτηριστικά και τις διαφορές τους.

«Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι το κείμενο γράφτηκε από τον Α’ ή τον Β’ παρά μόνο ότι διαθέτει στοιχεία και ομοιότητές που παραπέμπουν στο ύφος γραφής του ενός ή του άλλου», τόνισε χαρακτηριστικά.

Επιπλέον είπε συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν ακόμα και από την ανάλυση του χαρτιού ως προς την πίεση που έχει δεχθεί από το στυλό ή το μολύβι και κατά πόσο το κείμενο έχει γραφτεί καθ’ υπαγόρευση κάποιου άλλου.