Ο 19χρονος Χαράλαμπος κι ο 24χρονος Νικόλας οι μοναδικοί αγνοούμενοι της ΕΟΚΑ

Σάββατο, 1/4/2023 - 08:10
Ψ

Αν υπάρχει χειρότερο είδος ανθρώπου από αυτόν που δεν σέβεται τη ζωή, τότε είναι αυτός που δεν σέβεται τον θάνατο.  Στο πικρό παρελθόν της Κύπρου, ζωή και θάνατος ποδοπατήθηκαν και στην έννοια, και στην ουσία τους.

Γη ποτισμένη με αίμα σκέπασε τα σώματα εκατοντάδων ανθρώπων χωρίς ένα όνομα, χωρίς μάρμαρο, χωρίς έναν σταυρό, ούτε καν ξύλινο. Είναι τα αδέρφια, τα παιδιά, οι πατεράδες, οι κόρες και οι παππούδες που κάποτε έζησαν, αλλά και κάποτε χάθηκαν σαν μην υπήρξαν ποτέ. Είναι εκείνος ο στοιχειωμένος κατάλογος που κάθε τόσο μικραίνει, δίνοντας μια απάντηση, αλλά και μια στάλα ανακούφισης σε εκείνους που για δεκαετίες στερήθηκαν την παρηγοριά ενός καντηλιού.

Από τις δικοινοτικές ταραχές του 1963 και τον όλεθρο του 1974, πάνω από 2000 άνθρωποι - Ε/κ και Τ/κ – χάθηκαν και τα ονόματά τους συμπεριλήφθηκαν σε αυτόν τον κατάλογο, ως αγνοούμενοι.

Λίγο πιο πίσω στον χρόνο, όμως, ο λαός της Κύπρου κατάφερε να γράψει το ενδοξότερο κεφάλαιο της ιστορίας του, αυτό του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα 1955-1959. Στην τετραετία αυτή, 109 αγωνιστές της ΕΟΚΑ έδωσαν τη ζωή τους πιστοί στην ιδέα της Ένωσης. Δεκάδες στα πεδία των μαχών, εννέα στις αγχόνες, έξι σε ολοκαυτώματα και 14 στα μπουντρούμια των αποικιοκρατών μετά από φρικτά βασανιστήρια. Από τους 14 αυτούς άνδρες που παρέμειναν πιστοί στον όρκο τους μέχρι να ξεψυχήσουν, δύο παραμένουν μέχρι σήμερα αγνοούμενοι.

Οι δύο αυτοί αγωνιστές, που ποτέ δεν συμπεριλήφθηκαν στον κατάλογο της Διερευνητικής Επιτροπής Αγνοουμένων, είχαν συλληφθεί το 1958 από τις βρετανικές αποικιοκρατικές δυνάμεις και πέθαναν μετά από ανηλεή βασανιστήρια κατά τη διάρκεια ανακρίσεων. Αυτές είναι και οι τελευταίες πληροφορίες για την ύπαρξη τους, αφού το τι ακολούθησε και το πού θάφτηκαν είναι μέχρι σήμερα άγνωστο.

Πρόκειται για τον 24χρονο Νικόλαο Γιάγκου από τη Ζώδια και τον 19χρονο Χαράλαμπο Φιλιππίδη από τις Πάνω Αρόδες - μέλη και οι δύο της ΕΟΚΑ - με τα ίχνη του ενός να χάνονται στις 7 Οκτωβρίου του 1958 στη Λεύκα και του άλλου τέσσερις μέρες αργότερα στην Έμπα της Πάφου.

Ω
Ο αστυνομικός σταθμός Λεύκας την περίοδο του αγώνα

7 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ του 1958 - Τελευταία διαδρομή με ένα μαύρο Morris

Για 24 ώρες το κορμί του νεαρού αγωνιστή της ΕΟΚΑ, Νικόλαου Γιάγκου, δεχόταν τα χτυπήματα των Βρετανών, μετρώντας αντίστροφα τις πνοές ζωής που του απέμεναν.

Ο εφιάλτης του Νικολή, όπως τον ήξεραν οι συγχωριανοί του στη Ζώδια, ξεκίνησε από το πρωί της 7ης Οκτωβρίου του 1958 στα κρατητήρια της Λεύκας, όπου και οδηγήθηκε μετά τη σύλληψή του.

Η

Ως το βράδυ το σώμα του 24χρονου, καταμαυρισμένο από τα χτυπήματα, δεν θα έχει τη δύναμη να μείνει στη θέση του, ούτε καν καθιστό.

Αυτή ήταν η εικόνα που πρωτοαντίκρισε ο 15χρονος -τότε- συναγωνιστής του, Αντώνης Παπαευριπίδης όταν τον συνέλαβαν την ίδια νύχτα και τον έβαλαν στο αυτοκίνητο μαζί του.

Σήμερα, συνταξιούχος πια εκπαιδευτικός, ο Αντώνης Παπαευριπίδης μου μίλησε για εκείνο το τραγικό βράδυ... το βράδυ που οι δυο τους βασανίστηκαν αλύπητα για ώρες και λίγο πριν το χάραμα ο ένας πήρε τον δρόμο για την αιωνιότητα.

Η πρώτη συνάντηση

Ο 15χρονος Αντώνης Παπαευριπίδης αν και μικρός, είχε ενταχθεί ενεργά στην ΕΟΚΑ και τον αγώνα, όπως άλλωστε και όλη του η οικογένεια. Ο αδελφός του, μάλιστα, το 1958 που ο ίδιος συνελήφθη, ήταν ήδη κρατούμενος στην Ομορφίτα.

«Τη νύχτα της 7ης Οκτωβρίου του 1958 ήρθαν οι Βρετανοί στο σπίτι μου και με συνέλαβαν. Μου φόρεσαν χειροπέδες και με έβαλαν στο πίσω κάθισμα ενός μαύρου Μόρις Μάινορ.  Ήταν αυτοκίνητα που χρησιμοποιούσε η αστυνομία τότε για να περνά απαρατήρητη. Δίπλα μου κάθισε ένας Εγγλέζος αξιωματικός.  Στο τιμόνι, θυμάμαι, ήταν ο διαβόητος Ενίς -ένας Τ/κ επικουρικός των Εγγλέζων και γνωστός για τα βασανιστήριά του σε συλληφθέντες αγωνιστές- και συνοδηγός ο Νικολής με χειροπέδες. Το σώμα του Νικολή θυμάμαι έγερνε ανάλογα με την πορεία του αυτοκινήτου. Τόσο κακοποιημένος ήταν».

Οι Βρετανοί διψασμένοι για εκδίκηση μετά από μία επιτυχημένη ενέδρα της ΕΟΚΑ στην Κάτω Ζώδια δυο μέρες πριν, ήθελαν πάση θυσία να μάθουν πού βρίσκεται ο Τομεάρχης της περιοχής και ενορχηστρωτής της, Γιάννης Κασίνης. 

Μιλώντας με τον κ. Κασίνη μου είχε πει πως την επίμαχη περίοδο είχε διαφύγει με την ομάδα του στο Νικητάρι, κάτι που μόνο ο Νικολής γνώριζε.

Διαδρομή θανάτου

Τα δύο μαύρα Μόρις των Βρετανών που είχαν ξεκινήσει από το Special Branch της Λεύκας, ακολουθούμενα από ένα φορτηγό με Βρετανούς στρατιώτες, μετά τη στάση στο σπίτι του Παπαευριπίδη και τη σύλληψή του, συνέχισαν την πορεία τους διασχίζοντας την Μόρφου.

Μέσω ενός αγροτικού δρόμου και με κατεύθυνση προς τη θάλασσα οι δύο νεαροί, Νικολής και Αντώνης, οδηγήθηκαν σε μία ερημική περιοχή, κι εκεί άρχισαν τα φρικτά τους βασανιστήρια.

«Ήταν πανσέληνος θυμάμαι και το σημείο που μας οδήγησαν ήταν γύρω στο μισό χιλιόμετρο από το περβόλι μιας θείας μου. Μας χτυπούσαν πότε  ταυτόχρονα, και πότε εναλλάξ. Ζητούσαν να τους πούμε πού είναι ο Κασίνης, αλλά οι μόνες λέξεις που έβγαιναν από το στόμα μας ήταν ‘δεν ξέρω’. Οι κραυγές μας ακούγονταν μέσα στη νύχτα. Αφού την επομένη η θεία μου είπε στους γονείς μου πως άκουγε φωνές και κατάλαβε ότι κάποιους βασάνιζαν κοντά στη θάλασσα. Δεν ήξερε τότε ότι ήμουν κι εγώ ένας από αυτούς».

Οι δύο αγωνιστές συνεχίζουν να ξυλοκοπούνται βάναυσα από τον Τ/κ αστυνομικό Ενίς, δύο Άγγλους αξιωματικούς, ακόμη τρεις Τ/κ και 8-10 ένοπλους Άγγλους στρατιώτες.

«Μας χτυπούσαν με γροθιές και με τις κάννες των όπλων στο στομάχι, μάς έριχναν πάνω σε αγκαθωτούς θάμνους, μας τραβούσαν από τα γεννητικά όργανα, ενώ σε κάποιες φάσεις μας έστηναν στα τρία μέτρα απειλώντας μας ότι θα μάς εκτελέσουν αν δεν τους πούμε αυτό που ήθελαν. Ο Νικολής, μισοπεθαμένος από τα βασανιστήρια που είχαν ξεκινήσει από το πρωί, αν και αδύνατος στο σώμα, ήταν αλύγιστος στην ψυχή, δεν τους είπε τίποτα μέχρι το τέλος».

«Άνοιξε η πόρτα του αυτοκινήτου και το σώμα του Νικολή σερνόταν στο οδόστρωμα...»

Κοντά στις δύο τα ξημερώματα απηυδισμένοι οι Βρετανοί που δεν είχαν καταφέρει να αποσπάσουν κάποια πληροφορία, ξανά βάζουν τους δύο αγωνιστές στα μαύρα Μόρις, και ξεκινούν για τον αστυνομικό σταθμό Μόρφου.

Σε κάποιο σημείο του δρόμου, μία απότομη στροφή, όπως θυμάται ο κ. Παπαευριπίδης που καθόταν στο πίσω κάθισμα, το σώμα του Νικολή εντελώς αδύναμο πια να σταθεί, έγειρε απότομα πάνω στην πόρτα του αυτοκινήτου, αυτή άνοιξε, και για αρκετά μέτρα το κορμί του από την μέση και πάνω, σερνόταν πάνω στο οδόστρωμα, μέχρι που ο Ενίς σταμάτησε και τον έβαλε πίσω στη θέση του.

Στην Μόρφου τους τοποθέτησαν χωριστά και τον 15χρονο τότε Αντώνη, συνέχισαν να τον βασανίζουν για μιάμιση ώρα, μέχρι δηλαδή τη στιγμή που τους έβαλαν και πάλι στα δύο οχήματα, και κατευθύνθηκαν προς το Αργάκι. Η ώρα ήταν τέσσερις τα ξημερώματα.

«Στο μπροστινό αυτοκίνητο είχαν βάλει το Νικολή και εμένα με έβαλαν στο πίσω. Εκεί στο Αργάκι σταματήσαμε έξω από ένα σπίτι και κατέβηκε ο Ενίς. Υπέθεσα ότι θα συλλάμβανε κάποιον, αλλά δεν είδα τίποτα».

Κοντά στο χάραμα κι ενώ τα δύο Μόρις μετά την ολιγόλεπτη στάση στο Αργάκι έχουν πάρει την κατεύθυνση προς Μόρφου, ξαφνικά το προπορευόμενο όχημα με τον Νικολή σταματά και πίσω του ακριβώς σταματά και το δεύτερο στο οποίο βρισκόταν ο Παπαευριπίδης.

«Επειδή το δικό μας Μόρις ακολουθούσε εκείνο στο οποίο είχαν βάλει τον Νικολή, μπορούσα και έβλεπα τα πάντα. Όταν λοιπόν σταμάτησε το μπροστινό αυτοκίνητο, είδα τον Ενίς που το οδηγούσε και κατέβηκε κρατώντας ένα μαντίλι. Πήγε εκεί κοντά σ’ έναν όχτο που περνούσε ένα μικρό ρυάκι, έβρεξε το μαντίλι και επέστρεψε στο αυτοκίνητο. Κατάλαβα ότι ο Νικολής είχε σβήσει και ο Ενίς προσπαθούσε με το βρεγμένο μαντίλι να τον συνεφέρει. Αμέσως μετά, αφού έκατσε και πάλι στο τιμόνι, ανέπτυξε ταχύτητα και χάθηκε μέσα στη νύχτα. Από τότε δεν ξανά είδα ποτέ τον Νικολή. Είπαν μετά από μερικές μέρες ότι δραπέτευσε, αλλά εγώ ήξερα... είχε πεθάνει εκεί μέσα στο αυτοκίνητο και πήραν το σώμα του και το έθαψαν κάπου για να μην έχουν μπλεξίματα».

Η συνέχεια θα βρει τον Παπαευριπίδη σε άθλια κατάσταση στον αστυνομικό σταθμό Λεύκας, όπου και θα μείνει για 17 μέρες.

«Από τα βασανιστήρια εκείνης της νύχτας το σώμα μου από την μέση και πάνω ήταν μαύρο, όπως το σαπισμένο κρέας. Πέρασε ένας μήνας για να αρχίσουν να φεύγουν οι μελανιές».

«Πού εθάψετε τον αδελφό μου;»

Μία από τις τακτικές των Βρετανών για να αποφύγουν έρευνες που θα μπορούσαν να τους βάλουν σε μπελάδες, ήταν να ισχυριστούν ότι κάποιος κρατούμενος δραπέτευσε.

Ο αδελφός του ήρωα από την Ζώδια, ο αείμνηστος Γιάννης Γιάγκου, επίσης μέλος του αγώνα, όταν του είχα μιλήσει μου εξιστόρησε με κάθε λεπτομέρεια τα γεγονότα από την μέρα που έμαθε για την υποτιθεμένη δραπέτευση του αδελφού του.

«Ήμουν κρατούμενος στο Πολέμι όταν είχαν συλλάβει τον Νικολή. Όταν με αφήσαν ελεύθερο με κατέβασαν στο Στρουμπί. Εκεί είδα στο καφενείο την εφημερίδα που έγραφε ότι ο αδελφός μου συνελήφθη και δραπέτευσε».

Οι μέρες περνούσαν και κανένας δεν είχε κάποιο νέο από τον νεαρό ομαδάρχη της Πάνω Ζώδιας. Όταν μάλιστα κάποια στιγμή ο Γιάννης Γιάγκου βρήκε τυχαία στον δρόμο τον Παπαευριπίδη και τον ρώτησε τι έγινε με τον αδελφό του, εκείνος του είπε ξεκάθαρα να μην πιστέψει τους Βρετανούς, γιατί ο Νικολής στην κατάσταση που ήταν μετά τα βασανιστήρια, ήταν αδύνατο ακόμη και να σταθεί στα πόδια του, πόσω μάλλον να δραπετεύσει.

κΟ Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ο Γ' στα αποκαλυπτήρια προτομής του ήρωα Ν. Γιάγκου στη Ζώδια

Ο Γιάννης Γιάγκου σίγουρος πια ότι αδελφός του είναι νεκρός αποφασίζει να πάει να βρει τον ίδιο τον Τ/κ ανακριτή Ενις.

«Τον ρώτησα ευθέως: ‘Πού εθάψατε τον αδελφό μου;’. Εκείνος τότε, χωρίς να το αρνηθεί, μου λέει... ‘αυτό αποκλείεται να στο πω’»

Σύμφωνα με πληροφορίες από άλλους αγωνιστές με τους οποίος ήρθα σε επαφή, ο πρωταγωνιστής της υπόθεσης Γιάγκου, ο αδίστακτος Ενίς, μετά την υπογραφή των συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου, φυγαδεύθηκε στην Αγγλία με καινούργιο διαβατήριο και λεφτά, και πέθανε το 2010, χωρίς ποτέ να πει τι απέγινε ο νεαρός ήρωας της Ζώδιας.

νΟ πατέρας του Ν. Γιάγκου φιλάει το χέρι του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου

Η δημοσιογραφική έρευνα της υπόθεσης του Νικόλαου Γιάγκου αναπόφευκτα ολοκληρώθηκε με την απογοήτευση της έλλειψης απτών στοιχείων για του πού μπορεί να βρίσκεται θαμμένο το σώμα του.

Όσες πληροφορίες μαζεύτηκαν όλες οδηγούσαν στο ίδιο συμπέρασμα: ότι τις απαντήσεις στο μυστήριο της εξαφάνισής του, τις είχαν εκείνοι που ήταν μαζί του για τελευταία φορά, δηλαδή ο Τ/κ αστυνομικός Ενίς, ίσως και κάποιοι βοηθοί του.

Ο Νικόλαος Γιάγκου ήταν ένας από τους νεαρούς αγωνιστές της ΕΟΚΑ που χωρίς δεύτερη σκέψη έβαλαν τα ιδανικά τους, πάνω κι από την ίδια τους τη ζωή. Την ίδια δύναμη ψυχής έδειξε απέναντι στην αποικιοκρατική σκληρότητα και ο Αντώνης Παπαυεριπίδης, καταφέροντας ωστόσο να γλιτώσει, γιατί όπως λέει κι ο ίδιος, έζησε «μόνο το μισό μαρτύριο από εκείνο που έζησε ο Νικολής».  Η νύχτα, πάντως, της 7ης Οκτωβρίου, όπως μου εκμυστηρεύθηκε, μέχρι σήμερα ξεπηδά στα όνειρά του σαν αστραπή κρατώντας τον ξάγρυπνο ως το πρωί.

μΜερικά από τα προσωπικά αντικείμενα του Ν. Γιάγκου όπως εκτίθενται στο Μουσείο Αγώνος στο Όμοδος

11 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1958 – Μια «δραπέτευση» και μια ένοχη σιγή

Ο επίλογος του εγκλήματος με θύμα τον Χαράλαμπο Φιλιππίδη είναι ένας επίλογος που έμεινε στα μισά γεννώντας ερωτήματα που παρέμειναν αναπάντητα εδώ και έξι δεκαετίες, αφού η φρικτή αλήθεια για το τι του συνέβη, θάφτηκε μαζί του μυστικά από τους ίδιους τους δημιουργούς της.

Για την υπόθεση του 19χρονου αγωνιστή, όσο βαθιά κι αν επιχείρησε να φτάσει η έρευνα, στο τέλος δεν κατάφερε να φέρει στο φως κάποιο επίσημο έγγραφο ή άλλο αρχειακό υλικό σχετικό με την εξαφάνισή του, πέρα μόνο από κάποια δημοσιεύματα.

Ο Χαράλαμπος Φιλιππίδης γεννήθηκε στις Πάνω Αρόδες και είχε την ατυχία να γνωρίσει την ορφάνια πριν ακόμη ανοίξει τα μάτια. Η μητέρα του πέθανε το 1939 κατά τη διάρκεια της γέννας, ενώ λίγο μετά την ακολούθησαν στον τάφο ο άνδρας της και ο πατέρας της. Την ανατροφή του ιδίου,  και της μεγαλύτερης αδελφής του, Παρασκευής, ανέλαβε η γιαγιά τους, Ευανθία Αβερκίου.

Ζ

Οι αντιξοότητες της ζωής όμως δεν τον πτόησαν αφού κατάφερε να τελειώσει ως υπότροφος τη Σχολή της Λέρου και να επιστρέψει στην Κύπρο ξεκινώντας να δουλεύει ως υδραυλικός.

Στον αγώνα της ΕΟΚΑ εντάχθηκε από την πρώτη στιγμή, με τις αποστολές του στο εκτελεστικό της Πάφου να ολοκληρώνονται με επιτυχία, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που ανέλαβε ενεργό δράση και στο χωριό του, με ρίψεις βομβών επιτόπιας κατασκευής κατά Άγγλων στρατιωτών.

Η απόπειρα κατά Χουλουσί

Μία από τις σημαντικότερες αποστολές τις οποίες κλήθηκε να φέρει εις πέρας ο νεαρός, ήταν η εκτέλεση του Σαμί Χουλουσί, ενός 41χρονου Τ/κ αστυνομικού που υπηρετούσε στο επικουρικό σώμα της Πάφου.

Όπως μου αποκάλυψε ο βετεράνος αγωνιστής που διετέλεσε ομαδάρχης της ΕΟΚΑ στην περιοχή, Μιχάλης Παπαντωνίου, ήταν γνωστό ότι ο Χουλουσί συνεργαζόταν στενά με τους Άγγλους ως πληροφοριοδότης.

Στις 2 Μαρτίου του 1957 ημέρα Σάββατο και ώρα 06.45 το πρωί, ο Φιλιππίδης μαζί με τον Γεώργιο Γιάγκου Τζωρτζή –επίσης του εκτελεστικού της ΕΟΚΑ στην Πάφο- και ακόμη έναν αγωνιστή με το ψευδώνυμο «Θηρίο» που είχε αναλάβει τον ρόλο τσιλιαδόρου, πυροβολούν τον Χουλουσί στη συμβολή των οδών Αθηνάς και Θερμοπυλών. Η σφαίρα βρίσκει τον Τ/κ αστυνομικό στο μάτι και επιζεί.

Αμέσως μετά την απόπειρα, ο Τ/κ αστυνομικός διακομίζεται με ελικόπτερο στο βρετανικό στρατιωτικό νοσοκομείο (BMH) στη Λευκωσία και οι Βρετανοί βάζουν σε κέρφιου (κατ’ οίκον περιορισμό) όλη την περιοχή.

Οι έρευνες που ακολουθούν, οδηγούν τους αποικιοκράτες στα ίχνη του Φιλιππίδη και πέντε μέρες μετά την απόπειρα, τον συλλαμβάνουν μαζί με έναν 18χρονο συγχωριανό του, τον Στέφανο Σωτηρίου.

Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, η υπόθεση προχώρησε μόνο για τον Φιλιππίδη, ο οποίος αφού κρατήθηκε για 21 μέρες, οδηγήθηκε ενώπιον ειδικού δικαστηρίου με την κατηγορία της απόπειρας δολοφονίας του Χουλουσί, το οποίο και εξέδωσε διάταγμα 8ήμερης προσωποκράτησης.

Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι και την επόμενη παρουσίαση του Φιλιππίδη στο ειδικό δικαστήριο, οι Βρετανοί δεν κατάφεραν να βρουν στοιχεία που να τον συνδέουν με την υπόθεση, με αποτέλεσμα στις 14 Απριλίου να αποσυρθούν οι κατηγορίες εναντίον του και να αφεθεί ελεύθερος.

ω
Δημοσιεύματα της εποχής για τη σύλληψη του Χ. Φιλιππίδη

Η δεύτερη σύλληψη

Ενάμιση χρόνο μετά την απελευθέρωσή του, και συγκεκριμένα στις 11 Οκτωβρίου 1958, ημέρα Σάββατο, τρεις άνδρες των βρετανικών δυνάμεων ασφαλείας –ένας Τ/κ και δύο Βρετανοί- συλλαμβάνουν τον Φιλιππίδη στον καφενέ του Άσπρου στην Πάφο.

Μάρτυρας της σύλληψης, ο συναγωνιστής και συμμέτοχος στην απόπειρα κατά Χουλουσί, Γεώργιος Γιάγκου Τζωρτζής.

Ο Τζωρτζής είχε αναφέρει αργότερα πως ο Τ/κ αστυνομικός που τον συνέλαβε μαζί με τους δύο Βρετανούς, ήταν ο γιος του Σαμί Χουλουσί, εναντίον του οποίου είχε γίνει η απόπειρα του 1957.

Ωστόσο, ο τότε ομαδάρχης της περιοχής, Μιχάλης Παπαντωνίου, στη συνομιλία που είχαμε, εξέφρασε την εκτίμηση πως ο Σαμί και ο γιός του δεν πρέπει να είχαν κάποια σχέση με τη σύλληψη Φιλιππίδη.

«Τον Φιλιππίδη τον είχαν από καιρό στο μάτι οι Εγγλέζοι, εξαιτίας μιας άλλης εκτέλεσης που είχε γίνει στην Πόλη Χρυσοχούς, και που λανθασμένα πίστευαν πως είχε εμπλοκή. Γι’ αυτό και έψαχναν αφορμή να τον πιάσουν».

Τα βασανιστήρια και η εξαφάνιση

Με τη σύλληψή του ο Φιλιππίδης οδηγείται στα ανακριτήρια Κτήματος, εκεί που ένα μήνα αργότερα θα έχανε τη ζωή του επίσης από φρικτά βασανιστήρια, ακόμη ένας αγωνιστής της ΕΟΚΑ, ο Γεώργιος Χριστοφόρου από την Έμπα.

Από το χρονικό σημείο της σύλληψής του και μετά, η ιστορία για την τύχη του νεαρού αρχίζει να θολώνει. Κάποιες από τις πληροφορίες που ακούστηκαν ήταν ότι συναγωνιστές του τον είδαν χτυπημένο και με αίματα, αλλά ζωντανό, μέσα σε τζιπ της αστυνομίας των Βρετανών στον ερημικό δρόμο της Πέγειας κάπου κοντά στην Ακουρσό. Ωστόσο οι πληροφορίες αυτές δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ, ενώ δεν αποκλείεται κάποιες από αυτές, να έφτασαν στο σήμερα αλλοιωμένες.

Προσπαθώντας να ξετυλίξω το κουβάρι του μυστηρίου, επικοινώνησα με αγωνιστές της ΕΟΚΑ που δρούσαν στην περιοχή της Πάφου.

Δύο από αυτούς, ο Γιώργος Στενιώτης και ο Γιαννάκης Δρουσιώτης, μου είπαν ότι παρόλο που δεν έζησαν από πρώτο χέρι την υπόθεση  (αφού ο πρώτος την επίμαχη περίοδο ήταν αντάρτης στα βουνά και ο δεύτερος είχε συλληφθεί από τους Άγγλους) ήταν σίγουροι ότι ο Φιλιππίδης πέθανε στα ανακριτήρια Κτήματος από βασανιστήρια των Βρετανών, οι οποίοι στη συνέχεια τον εξαφάνισαν για να μην μπλέξουν.

«Αν ο 19χρονος είχε όντως δραπετεύσει όπως υποστήριξαν αργότερα οι Βρετανοί, θα είχε ανέβει στα βουνά να μας βρει, όπως είχε κάνει και στο παρελθόν. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε ποτέ», μου είπε χαρακτηριστικά ο κ. Στενιώτης.

Ο Γιαννάκης Δρουσιώτης από την άλλη, στην συνομιλία μας μου αποκάλυψε ότι μερικά χρόνια αργότερα, ένας υπάλληλος στα λεωφορεία Πάφου, του είχε πει πως την μέρα που συνελήφθη ο Φιλιππίδης, στρατιώτες σταμάτησαν το λεωφορείο που επέστρεφε στις Αρόδες σε κάποιο σημείο έξω από το Στρουμπί. Ένας στρατιώτης τότε σκαρφάλωσε στην οροφή του λεωφορείου που τοποθετούνταν τα πράγματα των επιβατών, και πήρε την τσάντα του 19χρονου.

ι
Δημοσίευμα της εποχής για την εξαφάνιση Χ. Φιλιππίδη

Περισσότερο φως στο τι ακολούθησε της σύλληψης του 19χρονου αγωνιστή έριξε ο τότε ομαδάρχης της ΕΟΚΑ στην Πάφο, Μιχάλης Παπαντωνίου, ο οποίος μου είπε χαρακτηριστικά:

«Στο Κτήμα ο Φιλιππίδης βασανίστηκε ανελέητα. Αγωνιστές που ήταν εκείνη την περίοδο κρατούμενοι στο Κτήμα και τον είχαν δει, μου είχαν πει ότι τον βασάνισαν φρικτά. Κάθε φορά που σταματούσαν οι βασανισμοί τον έβαζαν πίσω στο κελί του και μετά πάλι από την αρχή. Σε κάποια στιγμή, μάλιστα, που κατάλαβε ότι ήταν στα τελευταία του, φώναξε μέσα από το κελί που τον είχανε: “Ρε κοπέλια, εγώ εν να πεθάνω, με βασανίζουν, με χτυπούν στο στομάχι, με χτυπούν παντού, αλλά δεν θα πω τίποτα για κανένα”. Εκεί στα ανακριτήρια πέθανε ο Φιλιππίδης και τον εξαφάνισαν. Είπαν ψέματα ότι δραπέτευσε κάπου στο δάσος της Πυκνής που τον είχαν πάρει για υπόδειξη κρησφυγέτων. Πήγαν κάπου και τον έθαψαν για να μην μπλέξουν».

Αν όντως ο Φιλιππίδης πέθανε στα χέρια των βασανιστών του, τότε πού εξαφάνισαν το πτώμα; Ο Μιχάλης Παπαντωνίου πάντως μου είχε πει πως θεωρεί απίθανο να τον έθαψαν στο δάσος Πυκνής που είπαν ότι δραπέτευσε, γιατί δεν θα διακινδύνευαν να στρέψουν εκεί τις έρευνες.

Τον πρώτο καιρό, ωστόσο, μετά την εξαφάνισή του, φίλοι, συγχωριανοί και συναγωνιστές του έκαναν κάποιες αυθόρμητες έρευνες στο δάσος της Πυκνής, χωρίς όμως να βρεθεί ποτέ κάτι.

π
Δημοσίευμα για την εξαφάνιση Χ. Φιλιππίδη

Η κραυγή της αδελφής του και η ένοχη σιγή των Βρετανών

Η βρετανική ενοχή σε σχέση με το τι πραγματικά συνέβη στον Φιλιππίδη μετά τη σύλληψη, δεν είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτή από την ίδια την αντίδραση –ή μάλλον την αδράνεια- των αποικιοκρατικών δυνάμεων μετά το περιστατικό. Κι αυτό γιατί, ουδέποτε εξέδωσαν κάποιο ανακοινωθέν, ούτε για τη σύλληψη, όπως έκαναν πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, ούτε για την υποτιθέμενη δραπέτευσή του δύο μέρες μετά.

Αυτό κατέδειξε η δημοσιογραφική έρευνα, αφού στην αναζήτηση των αρχείων του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών όπου φυλάσσονται όλα τα δημοσιεύματα του τύπου από το 1878 και μετά, δεν βρέθηκε απολύτως τίποτα για τον Χαράλαμπο Φιλιππίδη την επίμαχη περίοδο (μέσα στο 1958) οπόταν και συνέβησαν όλα.

λ
Δημοσίευμα με αναφορά στο αίτημα της αδελφής του Χ. Φιλιππίδη να μάθει τι απέγινε ο αδελφός της

Τραγική φιγούρα της όλης ιστορίας παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής της, η αδελφή του, Παρασκευή, η οποία όσο κι αν προσπάθησε, δεν έμαθε ποτέ τι απέγινε ο Χαράλαμπος. Η μόνο απάντηση που πήρε –κι αυτή ανεπίσημη- ήταν ένα μήνα μετά την εξαφάνιση, όταν απαίτησε να μάθει πού είναι ο αδελφός της, οπόταν οι Βρετανοί της είπαν πως δραπέτευσε.

Η υπόθεση Φιλιππίδη – όπως και εκείνη του Νικόλαου Γιάγκου - παραμένει ανοικτή για την Κύπρο. Ως κράτος δικαιούμαστε τις απαντήσεις που δεν δόθηκαν ποτέ στην αδελφή του, όσο επίμονα κι αν τις ζήτησε από τις αποικιοκρατικές αρχές, αλλά και από τον ίδιο τον Κυβερνήτη Χιού Φουτ στον οποίο είχε στείλει επιστολή στις 22 Μαρτίου του 1959, χωρίς και πάλι να πάρει κάποια απάντηση.

Με αποσπάσματα από το βιβλίο «14 Εγκλήματα μιας Αυτοκρατορίας», Ελίνα Σταματίου - Εκδόσεις Κ. Επιφανίου, Λευκωσία 2021