Στα χαρακώματα για τη Σάββια Γενικός Ελεγκτής – Υπουργός Οικονομικών

Τρίτη, 18/4/2017 - 11:06
Μικρογραφία

Στα άκρα φαίνεται να οδηγείται η κόντρα Γενικού Ελεγκτή και Υπουργού Οικονομικών για την Λειτουργό του Υπουργείου, Σάββια Ορφανίδου, η οποία κατέχει κομματικό αξίωμα χωρίς σύμφωνα με τον Οδυσσέα Μιχαηλίδη, να έχει εξασφαλίσει την απαιτούμενη άδεια από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, όπως ορίζει η νομοθεσία. «Ο Γεν. Ελεγκτής έχει απωλέσει την ανεξαρτησία και αντικειμενικότητά του», απαντά σήμερα ο Χάρης Γεωργιάδης.

«Τα κόμματα και τα στελέχη δεν μπορούν να θεωρούν ότι είναι υπεράνω του νόμου και κανείς δεν πρέπει να παρεμβαίνει προς όφελος ενός δημοσίου υπαλλήλου ώστε αυτός να αποφύγει τον πειθαρχικό έλεγχο», αναφέρει μεταξύ άλλων η Ελεγκτική Υπηρεσία σε ανακοίνωση της. Επιμένοντας παράλληλα στην ανάγκη διεξαγωγής πειθαρχικής έρευνας.

Η ανακοίνωση απαντάει στα όσα είχε δηλώσει τις προηγούμενες ημέρες ο Υπουργός Οικονομικών. Ο Χάρης Γεωργιάδης είχε δηλώσει ότι ο Γενικός Ελεγκτής είναι αρμόδιος να εκφράσει μια άποψη, όμως την αρμοδιότητα για αυτά τα θέματα την έχει η εκτελεστική εξουσία.

Υπουργός Οικονομικών: Έχασε την αντικειμενικότητα του

Ο Υπουργός Οικονομικών Χάρης Γεωργιάδης, απαντά κάνοντας λόγο για απώλεια της ανεξαρτησίας και της αντικειμενικότητας του Γενικού Ελεγκτή. Ο Υπουργός έχει ζητήσει τη διεξαγωγή διοικητικής έρευνας για τις διαπιστώσεις της οποίας θα ενημερωθεί γραπτώς ο Γενικός Ελεγκτής.

«Θα ήθελα όμως να σημειώσω ότι μέχρι το 2015 μεγάλος αριθμός δημοσίων υπαλλήλων κατείχε πράγματι πολιτικό αξίωμα σε αντίθεση με τις πρόνοιες του Νόμου» 

Κάνει λόγο επίσης για αντίφαση στη νομοθεσία αφού απαγόρευε την ενεργό ανάμειξη δημοσίων υπαλλήλων στα κομματικά, ενώ ταυτόχρονα τους επέτρεπε να είναι υποψήφιοι για πολιτειακό αξίωμα και να έχουν ενεργό κομματική δράση.

«Έχοντας ακριβώς υπόψη ότι μεγάλος αριθμός δημοσίων υπαλλήλων κατείχε κομματικό αξίωμα, η Βουλή των Αντιπροσώπων προχώρησε το 2015 σε νομοθετική ρύθμιση η οποία πλέον επιτρέπει και ρυθμίζει τη συμμετοχή δημοσίων υπαλλήλων σε πολιτικά κόμματα, χωρίς μάλιστα να δημιουργείται υποχρέωση σε όσους κατείχαν κομματικό αξίωμα πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του συγκεκριμένου Νόμου, να υποβάλουν σχετικό αίτημα στην ΕΔΥ. Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο κανένα αίτημα από δημόσιο υπάλληλο, από τους πολλούς που υπηρετούν σε πλείστα πολιτικά κόμματα, δεν έχει υποβληθεί στην ΕΔΥ» 

Κλείνοντας ο Υπουργός, αναφέρει ότι άδικα στοχοποιείται η Λειτουργός ενώ διακρίνει εμμονή εκ μέρους του Γενικού Ελεγκτή να την καταδικάσει, μετά από υπόδειξη Βουλευτή του ΑΚΕΛ, και επιβεβαιώνεται η απώλειας της ανεξαρτησίας και της αντικειμενικότητας του.

Αναλυτικά η ανακοίνωση 

Σε σχέση με δηλώσεις του Υπουργού Οικονομικών στην κρατική τηλεόραση την Πέμπτη 13 Απριλίου 2017, η Ελεγκτική Υπηρεσία επισημαίνει τα ακόλουθα:

(α)    Στις 10 Ιουλίου 2015 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ο περί των Πολιτικών Δικαιωμάτων Δημόσιων Υπαλλήλων, Εκπαιδευτικών Λειτουργών, Δημοτικών Υπαλλήλων, Κοινοτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημόσιου Δικαίου Νόμος (Ν.102(I)/2015). Την ίδια ημέρα δημοσιεύτηκε και ο περί της Δημόσιας Υπηρεσίας (τροποποιητικός) Νόμος του 2015 (Ν.100(Ι)/2015). Με βάση το νομικό πλαίσιο που ισχύει από την ημερομηνία αυτή και μετά, επιτρέπεται σε δημόσιο υπάλληλο να κατέχει κομματικό αξίωμα, αλλά μόνο κατόπιν έγκρισης της Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας (ΕΔΥ). Τέτοια έγκριση μπορεί να δοθεί μόνο αν τα καθήκοντα της θέσης του υπαλλήλου δεν συγκρούονται και δεν επηρεάζονται με οποιοδήποτε τρόπο από την κατοχή του κομματικού αξιώματος.

Μόνο αν ο υπάλληλος κατέχει θέση με μισθοδοτική κλίμακα μέχρι και την κλίμακα Α7 του κυβερνητικού μισθολογίου δεν χρειάζεται οποιαδήποτε έγκριση. 

(β)    Το νομικό πλαίσιο που ίσχυε πριν τις 15 Ιουλίου 2015 επέτρεπε στους δημοσίους υπαλλήλους να είναι μόνο απλά μέλη, αλλά όχι στελέχη πολιτικού κόμματος. 

Ο Υπουργός Οικονομικών είναι αρμόδια αρχή για όλους του λειτουργούς του Υπουργείου Οικονομικών και των Τμημάτων του. Συνεπώς, αν έχουν υποπέσει στην αντίληψη του Υπουργού περιπτώσεις λειτουργών μισθοδοτικής κλίμακας μεγαλύτερης της κλίμακας Α7 που είναι στελέχη κομμάτων χωρίς να έχουν εξασφαλίσει άδεια από την ΕΔΥ, οφείλει να κινήσει διαδικασία πειθαρχικής έρευνας κατά των προσώπων αυτών για το συγκεκριμένο παράπτωμα. Υπενθυμίζουμε ότι με βάση το άρθρο 81(2) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, αν καταγγελθεί στην αρμόδια αρχή ή υποπέσει στην αντίληψη της ότι δημόσιος υπάλληλος δυνατόν να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα, η αρμόδια αρχή οφείλει να μεριμνήσει αμέσως όπως διεξαχθεί έρευνα με τον καθορισμένο τρόπο. Τονίζουμε το «οφείλει», το οποίο έχει επιβεβαιωθεί με αριθμό γνωματεύσεων του Γενικού Εισαγγελέα.

Επίσης, αν ο Υπουργός Οικονομικών γνωρίζει περιπτώσεις λειτουργών άλλων Υπουργείων ή Τμημάτων, εκτός του δικού του Υπουργείου, που ενδεχομένως να έχουν διαπράξει το ίδιο παράπτωμα, θεωρούμε ότι επίσης οφείλει να ενημερώσει τους συναδέλφους του Υπουργούς, ώστε αυτοί πλέον με τη σειρά τους να προχωρήσουν σε πειθαρχικές έρευνες κατά των υπαλλήλων αυτών. Κατά την άποψη μας, η υποχρέωση αυτή του Υπουργού να ενημερώσει τους συναδέλφους του, δεν προκύπτει από τον περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμο, αλλά από τη επίσημη διαβεβαίωση του κατά την ανάληψη των καθηκόντων του για πίστη και σεβασμό εις το Σύνταγμα και τους συνάδοντας αυτώ νόμους. Πώς λοιπόν μπορεί να γνωρίζει ένας Υπουργός ότι ενδεχομένως κάποιος δημόσιος υπάλληλος να παραβιάζει τη νομοθεσία αλλά να αδιαφορεί;

Τονίζουμε ότι με βάση τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, όπως αυτές κωδικοποιούνται στον σχετικό Νόμο Ν. 158(I)/1999 (άρθρο 39)) και τη σχετική νομολογία, ισότητα στην παρανομία δεν νοείται. Συνεπώς, η αναφορά του Υπουργού ότι «από τις τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές καθημερινώς παρελαύνουν λειτουργοί της Δημόσιας Υπηρεσίας που κατέχουν κομματικά αξιώματα», δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για την ανοχή ανάλογης συμπεριφοράς από την καταγγελθείσα λειτουργό. Αντίθετα, μεταφέρει στους ώμους του Υπουργού την υποχρέωση να ενεργήσει όπως εξηγείται στις παραγράφους 2 και 3 πιο πάνω, για όλους τους άλλους υπαλλήλους που, όπως παραδέχεται ο ίδιος ο Υπουργός, γνωρίζει ότι διαπράττουν το ίδιο παράπτωμα. 

Για το θέμα των διαδικασιών της απόσπασης συγκεκριμένης λειτουργού του Υπουργείου Οικονομικών στα γραφεία της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), και του ενδεχομένου εκ μέρους της διάπραξης πειθαρχικού παραπτώματος με τη συμμετοχή της στο Πολιτικό Γραφείο συγκεκριμένου κόμματος χωρίς άδεια από την ΕΔΥ, η Υπηρεσία μας θα αναμένει την απάντηση του Υπουργείου Οικονομικών και θα ενεργήσει ανάλογα. Συμφωνούμε πάντως με τον Υπουργό ότι «ο Γενικός Ελεγκτής είναι αρμόδιος να εκφράσει μία άποψη» και ότι «την ευθύνη και την αρμοδιότητα την έχει η εκτελεστική εξουσία». Είναι φυσικά αυτονόητο ότι ουδείς δικαιούται να ενεργεί κατά παράβαση του νόμου, ούτε και να παραμελεί εσκεμμένα την εκτέλεση καθήκοντος, το οποίο έχει σύμφωνα με το νόμο υποχρέωση να εκτελέσει.

Θεωρούμε δεδομένο ότι ουδείς δικαιούται να παρεμβαίνει προς όφελος ενός δημοσίου υπαλλήλου ώστε αυτός να αποφύγει τον πειθαρχικό έλεγχο. Είναι άλλωστε γνωστό ότι το άρθρο 105Α του Ποινικού Κώδικα (το γνωστό άρθρο με το οποίο το 2001 ποινικοποιήθηκε το «ρουσφέτι»), καθορίζει πως ο επηρεασμός αρμόδιας αρχής, υπέρ ή κατά οποιουδήποτε προσώπου, σε σχέση με διαδικασία άσκησης πειθαρχικής εξουσίας, συνιστά ποινικά κολάσιμη πράξη. Είναι για τούτο που μας προκαλεί έντονο προβληματισμό η προτροπή του Υπουργού προς πολιτικό κόμμα για να παρέμβει ώστε να αποτρέψει τον πειθαρχικό έλεγχο του στελέχους του. Έστω και εκ του περισσού, υπενθυμίζουμε ότι δεν μπορεί τα στελέχη των πολιτικών κομμάτων να θεωρούνται ότι είναι υπεράνω του νόμου.

ΥΠΟΙΚ: Έχει διεξαχθεί διοικητική έρευνα

Ο Υπουργός Οικονομικών Χάρης Γεωργιάδης, απαντά κάνοντας λόγο για απώλεια της ανεξαρτησίας και της αντικειμενικότητας του Γενικού Ελεγκτή.

Ο Υπουργός έχει ζητήσει τη διεξαγωγή διοικητικής έρευνας για τις διαπιστώσεις της οποίας θα ενημερωθεί γραπτώς ο Γενικός Ελεγκτής.

«Θα ήθελα όμως να σημειώσω ότι μέχρι το 2015 μεγάλος αριθμός δημοσίων υπαλλήλων κατείχε πράγματι πολιτικό αξίωμα σε αντίθεση με τις πρόνοιες του Νόμου» 

Κάνει λόγο επίσης για αντίφαση στη νομοθεσία αφού απαγόρευε την ενεργό ανάμειξη δημοσίων υπαλλήλων στα κομματικά, ενώ ταυτόχρονα τους επέτρεπε να είναι υποψήφιοι για πολιτειακό αξίωμα και να έχουν ενεργό κομματική δράση.

«Έχοντας ακριβώς υπόψη ότι μεγάλος αριθμός δημοσίων υπαλλήλων κατείχε κομματικό αξίωμα, η Βουλή των Αντιπροσώπων προχώρησε το 2015 σε νομοθετική ρύθμιση η οποία πλέον επιτρέπει και ρυθμίζει τη συμμετοχή δημοσίων υπαλλήλων σε πολιτικά κόμματα, χωρίς μάλιστα να δημιουργείται υποχρέωση σε όσους κατείχαν κομματικό αξίωμα πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του συγκεκριμένου Νόμου, να υποβάλουν σχετικό αίτημα στην ΕΔΥ. Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο κανένα αίτημα από δημόσιο υπάλληλο, από τους πολλούς που υπηρετούν σε πλείστα πολιτικά κόμματα, δεν έχει υποβληθεί στην ΕΔΥ» 

Κλείνοντας ο Υπουργός, αναφέρει ότι άδικα στοχοποιείται η Λειτουργός ενώ διακρίνει εμμονή εκ μέρους του Γενικού Ελεγκτή να την καταδικάσει, μετά από υπόδειξη Βουλευτή του ΑΚΕΛ, και επιβεβαιώνεται η απώλειας της ανεξαρτησίας και της αντικειμενικότητας του.