«Το σενάριο είναι ομολογουμένως δύσκολο, αλλά συνάμα και εφικτό», είπε η Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Αννίτα Δημητρίου, αναφερόμενη στις προσδοκίες, αλλά και στα εμπόδια που έχουν δημιουργηθεί για επίλυση του Κυπριακού. Η κ. Δημητρίου, εγκαινιάζοντας την έκθεση «Κύπρος 1974, η μνήμη είναι η μόνη πατρίδα των ανθρώπων» στην Κρατική Πινακοθήκη Σύγχρονης Τέχνης, υπογράμμισε ότι «απελευθέρωση και επανένωση είναι στόχοι αδιαπραγμάτευτοι και η αποφασιστικότητά μας παραμένει δεδομένη».
Η Πρόεδρος της Βουλής σημείωσε ότι «η μόνη ασφαλής πορεία είναι αυτή που θα κατορθώσει να φέρει την τουρκική πλευρά στις διαπραγματεύσεις, σ’ έναν ουσιαστικό διάλογο στη βάση του συμφωνημένου πλαισίου, σε συνάρτηση με τα ελληνοτουρκικά και ευρωτουρκικά ζητήματα και βέβαια με προσοχή και χωρίς συνθήματα και λαϊκίστικες προσεγγίσεις» και πρόσθεσε ότι «οποιοσδήποτε επιπλέον λανθασμένος χειρισμός θα είναι καταστροφικός».
Ανέφερε περαιτέρω ότι «η συμφωνημένη βάση λύσης της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα, στηριγμένη στα σχετικά ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών αποτελεί το μόνο πλαίσιο και τη μόνη συνθήκη, για να οικοδομήσουμε ένα γερό κοινό μέλλον για τις επόμενες γενιές Κυπρίων: Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων, Μαρωνιτών, Αρμενίων και Λατίνων».
Αναφερόμενη στις συνθήκες που καθιστούν δύσκολη την προσπάθεια για λύση, μίλησε για τη συστηματική πολιτική δημογραφικής αλλοίωσης του κατεχόμενου τμήματος της Κύπρου από την Τουρκία και το κατοχικό καθεστώς, τα θλιβερά νέα τετελεσμένα στην περίκλειστη περιοχή της Αμμοχώστου, την προκλητική στάση στην κυπριακή ΑΟΖ, την εμμονή του κατοχικού ηγέτη στη ρητορική των δύο κρατών.
Ως εργαλεία στην προσπάθεια αυτή ανέδειξε το συμφωνημένο πλαίσιο και τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αναφερόμενη στην προσωπική απεσταλμένη του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ και την προστασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «η οποία μας δίδει τη μοναδική δυνατότητα να γίνει η Κύπρος πρότυπο σταθερότητας για την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, η οποία διαχρονικά πλήττεται από επισφαλή αστάθεια», όπως είπε.
«Μόνη λύση η ίδια η επίλυση του Κυπριακού και η μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ένα κράτος απαλλαγμένο από αναχρονιστικές εγγυήσεις και κατοχικά στρατεύματα», σημείωσε η Α. Δημητρίου.
Μιλώντας για την έκθεση, που διοργανώθηκε από κοινού από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, είπε ότι «είναι μια δημόσια πράξη όπου η μνήμη δεν εκφράζεται μόνο με θρήνο ούτε περιορίζεται απλώς στην ιστορική αναφορά».
«Αποστολή μας να διασφαλίσουμε ότι για αυτήν ακριβώς τη βαριά κληρονομιά της συλλογικής μας μνήμης, για το χρέος της διεκδίκησης ενός ασφαλούς μέλλοντος για τα παιδιά μας, δεν συμβιβαζόμαστε με την παρούσα κατάσταση και την επικίνδυνη αμφιλεγόμενη ηρεμία», πρόσθεσε η Πρόεδρος της Βουλής.
Εξήγησε ότι «θεματική αφετηρία της έκθεσης είναι η ειρηνική ανθρωπογεωγραφία της Κύπρου πριν από το 1974, αλλά και τα σκοτεινά γεγονότα μέχρι και το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, με τη συνακόλουθη τουρκική εισβολή και τις επιπτώσεις της: πεσόντες, τραυματίες, αιχμάλωτοι, εγκλωβισμένοι, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι αγνοούμενοι, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι πρόσφυγες, καταυλισμοί προσφύγων, φιλοξενία προσφυγόπουλων στην Ελλάδα από ιδρύματα και οικογένειες με πρωτοβουλία της Ιεράς Μητροπόλεως του νομού Ηλείας».
Σημείωσε, ακόμα, ότι η έκθεση παρουσιάζει επίσης την οικονομική, ανθρωπιστική και ηθική συμπαράσταση προς τους πληγέντες, αλλά και οι προσπάθειες επιβίωσης των ίδιων των Κυπρίων μέσα από το αυξημένο ρεύμα μετανάστευσης, την αποκατάσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κράτους, την στέγαση του προσφυγικού πληθυσμού, την επαναδραστηριοποίηση της οικοδομικής βιομηχανίας, την κατασκευή του αεροδρομίου Λάρνακας και σημαίνουσες πνευματικές στιγμές του τόπου.
Στην τελευταία ενότητα προβάλλονται οι σχέσεις των δύο κοινοτήτων μετά το 1974, από τις πρώτες δικοινοτικές συναντήσεις πολιτικών κομμάτων και συνδικαλιστικών οργανώσεων τη δεκαετία του 1980 μέχρι και τη συντήρηση μνημείων από τη δικοινοτική Τεχνική Επιτροπή Πολιτιστικής Κληρονομιάς και τις δράσεις της δικοινοτικής Τεχνικής Επιτροπής για τον Πολιτισμό, οι οποίες κρατούν το παρόν γόνιμο για αναστοχασμό.
Η κ. Δημητρίου σημείωσε, ακόμα, ότι οι πλείστες των φωτογραφιών και των πληροφοριών της έκθεσης περιλαμβάνονται στην ομώνυμη τρίγλωσση έκδοση που παρουσιάσαμε τον περασμένο Ιούλιο.
Τέλος, η Πρόεδρος της Βουλής ανέγνωσε τον χαιρετισμό του Έλληνα ομολόγου της, Κωνσταντίνου Τασσούλα, ο οποίος δεν κατέστη δυνατό να παραστεί στα εγκαίνια. Στον χαιρετισμό του ο κ. Τασούλας ανέφερε ότι μετά τα εγκαίνια της έκθεσης στη Λευκωσία, θα ακολουθήσουν σε λίγες μέρες και τα εγκαίνια της ίδια έκθεσης στην Αθήνα, λέγοντας ότι «αποτελούν μείζονος σημασίας γεγονός για πολλούς λόγους».
Έκανε λόγο για «οφειλόμενη μνεία των δύο Κοινοβουλίων μας προς τον ελληνισμό και τη διεθνή κοινότητα, σχετικά με τα φρικτά γεγονότα της τουρκικής εισβολής του 1974, της παράνομης κατοχής και της βίαιης εθνοκάθαρσης που συντελέσθηκαν τότε και συνεχίζουν έως σήμερα». Διαβεβαίωσε, ακόμα, ότι «η διαρκής προσπάθεια για την αναίρεση της κατοχής καθορίζει τους πολιτικούς προσανατολισμούς του ελληνισμού όπως αυτοί εκφράζονται κατ' εξοχήν από τα δύο Κοινοβούλιά του».
Σημείωσε, ακολούθως, ότι πέρα από το θεσμικό επίπεδο, έμφαση δίδεται μέσω της έκθεσης και στο προσωπικό βίωμα του Κυπρίου πολίτη, στην εμπειρία της προσφυγιάς, στη μνήμη της, στους ανθρώπους που συνεθλίβησαν στον σκληρό πυρήνα της ζωής τους ως αποτέλεσμα της παράνομης τουρκικής βίας του 1974, στους ανθρώπους που είτε χάθηκαν, είτε αγνοούνται ακόμη, στους συγγενείς των αγνοουμένων που ακόμη τους αναζητούν, στους πρόσφυγες του 1974, αλλά και σε όσους Κυπρίους μπορεί να μην έγιναν πρόσφυγες αλλά κλήθηκαν να οργανώσουν τη ζωή τους σε μια βαριά τραυματισμένη χώρα.
«Ως Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, βλέπω τη συμμετοχή του Ιδρύματος της στη σημερινή έκθεση ως μια εκδήλωση αναγνώρισης της βαριάς οφειλής της Ελλάδας προς την Κύπρο. Δεν θα πω ότι πρόκειται για κάποια «εκπλήρωση» της οφειλής, επειδή δεν θα εκπληρωθεί και δεν θα λήξει ποτέ αυτή η οφειλή, ακόμη και μετά την αναίρεση της κατοχής», κατέληξε ο κ. Τασσούλας.
Την εκδήλωση των εγκαινίων χαιρέτισε επίσης ο ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης, του οποίου το έργο έδωσε και την έμπνευση για τον τίτλο της έκθεσης. Ακολούθως, οι παρευρισκόμενοι στα εγκαίνια ξεναγήθηκαν στον χώρο της έκθεσης.