ΠτΔ: "Δεν θα αποδεχθώ όρους προς όφελος των Τ/κ και εις βάρος των Ε/κ"

Πέμπτη, 31/10/2019 - 22:40
Μικρογραφία

Θωρακισμένοι με τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, των ευρωπαϊκών αρχών και αξιών, των θαλάσσιων κυριαρχικών της δικαιωμάτων, η κυπριακή Κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να εμπλακεί σε έναν νέο γύρο διαπραγματεύσεων στη βάση της συναντίληψης για τους όρους αναφοράς, όπως είχε προκύψει από την άτυπη συνάντηση της 9ης Αυγούστου μεταξύ του ίδιου και του Τουρκοκύπριου ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί. Αυτό δήλωσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης κατά τη διάρκεια της ομιλίας του κατά την ανακήρυξη του σε Επίτιμο Διδάκτορα της Νομικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Παράλληλα, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης σημείωσε ότι δεν θα αποδεχθεί όρους ή προαποφάσεις, με επιλεκτική επιλογή στοιχείων που επιδιώκει προς όφελος των Τουρκοκυπρίων και εις βάρος των Ελληνοκυπρίων, η Τουρκία.

«Τόσο οι έξι προκάτοχοι μου στην Προεδρία όσο και ο ίδιος προσωπικά, έχουμε αποδείξει μέσα από την αποδοχή θέσεων που ανταποκρίνονται στις ανησυχίες των Τουρκοκυπρίων, την αποφασιστικότητα και τη βούληση μας για να επιτύχουμε μια αποδεκτή και από τις δύο κοινότητες συμφωνία», είπε.

«Και θέλω να καταστήσω πιο σαφές, ιδιαίτερα απευθυνόμενος προς την Τουρκία και προς τους Τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας, πως αυτό που επιδιώκουμε είναι την επίτευξη μιας λύσης που θα οδηγεί σε ένα κράτος πλήρως απαλλαγμένο  από αναχρονιστικά συστήματα εγγυήσεων ή την παρουσία ξένων στρατευμάτων ή/και την όποια κηδεμόνευση μέσα από αξιώσεις που δεν συναντώνται σε κανένα Σύνταγμα κράτους – μέλους των Ηνωμένων Εθνών ή πολύ περισσότερο σε κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης», σημείωσε ο Πρόεδρος Αναστασιάδης. 

Υπογράμμισε επίσης ότι ο σεβασμός της ελληνοκυπριακής κοινότητας προς την τουρκοκυπριακή έχει αποδειχθεί με την αποδοχή της πολιτικής ισότητας σύμφωνα με τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας. «Όχι όπως η Τουρκία θέλει να ερμηνεύει την αποτελεσματική συμμετοχή που εν την ουσία δίδει το δικαίωμα στους Τουρκοκύπριους να αποφασίζουν και εξ ονόματος των Ελληνοκύπριων μέσα από τη διεκδίκηση θετικής ψήφου για κάθε απόφαση των θεσμικών οργάνων της Κεντρικής Κυβέρνησης», ανέφερε. 

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας σημείωσε ότι η πολιτική ισότητα αποτελεί δεδομένο σε κάθε ομοσπονδιακό καθεστώς. Παράλληλα, όμως τόνισε ότι είναι ανεπίτρεπτο να δίνεται στην μειοψηφούσα πληθυσμιακά κοινότητα το δικαίωμα να καθορίζει την τύχη του συνόλου των πολιτών. «Κάτι που ακόμα και στο σχέδιο Ανάν δεν υπήρχε, προέκυψε σαν αποτέλεσμα των αξιώσεων της Τουρκίας προκειμένου δια της θετικής ψήφου να ελέγχει ολόκληρο το κυπριακό κράτος αν λάβετε υπόψη τη στρατιωτική παρουσία,  την έντονη αξίωση να συνεχίσει η παραμονή κατοχικών στρατευμάτων, συνέχιση εγγυητικών δικαιωμάτων, αλλά και την αλλοίωση της δημογραφικής σύνθεσης της τουρκοκυπριακής κοινότητας που σήμερα κατά πλειοψηφία αποτελείται από Τούρκους έποικους που έχουν εγκατασταθεί στα κατεχόμενα ύστερα από παροτρύνσεις και πολιτική επεκτατισμού της Άγκυρας, την οποίαν έχουμε καταγράψει σε πολλές περιπτώσεις που αφορούν τον ευρύτερο Ελληνισμό», είπε ο κ. Αναστασιάδης. 
 
«Όπως έχω κατ’ επανάληψιν διαμηνύσει προς το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών και την Τουρκοκυπριακή ηγεσία, δεν αρνούμαι τη θετική ψήφο των Τουρκοκυπρίων εάν και εφόσον η ελληνοκυπριακή πλευρά, καταχρώμενη της πλειοψηφίας που διαθέτει, θα επιχειρούσε τη λήψη αποφάσεων εις βάρος ζωτικών συμφερόντων της τουρκοκυπριακής κοινότητας», σημείωσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. 

Παράλληλα, υπογράμμισε ότι η Τουρκία θα πρέπει να συμβάλει στη δημιουργία του απαραιτήτου θετικού κλίματος που πρέπει να υπάρχει μέσω του τερματισμού των παράνομων ενεργειών στην ΑΟΖ και στην περίκλειστη περιοχή της Αμμοχώστου.  «Η δε επίκληση της Τουρκίας πως μέσω της ενεργειών της στην ΑΟΖ προστατεύει τάχα τα συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων, έρχεται σε αντίθεση με τη συμφωνία με τους Τουρκοκύπριους που προνοεί πως με την μετεξέλιξη της η Κυπριακή Δημοκρατία θα παραμείνει συμβαλλόμενο μέρος της διεθνούς Συνθήκης για το Δίκαιο της Θαλάσσης και με την οποία προκύπτει η ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μια ΑΟΖ, την οποία η Τουρκία αποπειράται  να περιορίσει, σε βάρος Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, κατά 44%», σημείωσε ο Πρόεδρος Αναστασιάδης.

Στο πλαίσιο της ομιλίας του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έκανε μια αναδρομή στις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών για το Κυπριακό με τα οποία καταδικάζεται η τουρκική εισβολή και η συνεχιζόμενη κατοχή και σημείωσε ότι η μη συμμόρφωση της Τουρκίας υποχρέωση την Κυπριακή Δημοκρατίας να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τέσσερις διακρατικές προσφυγές που δικαίωσαν πλήρως την Δημοκρατία και έκριναν ως ένοχη την Τουρκία για σωρεία παραβιάσεων βασικών άρθρων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. «Η απροθυμία λήψης των απαραιτήτων μέτρων για υλοποίηση των αποφάσεων ενίσχυσε δυστυχώς την αδιαλλαξία της Τουρκίας, η οποία αρνείται μέχρι σήμερον να ανταποκριθεί στις αποφάσεις του ΕΔΑΔ», σημείωσε ο Πρόεδρος Αναστασιάδης. 
 
«Η δημιουργηθείσα ευφορία από την επιτυχή έκβαση των διακρατικών ή/και ατομικών προσφυγών, ενισχυμένη και από έναν άκρατον λαϊκισμόν, οδήγησε κατά εκατοντάδες τους πρόσφυγες να καταφύγουν στο ΕΔΑΔ, με προσδοκίαν ανάκτησης των περιουσιών τους και οριστικόν τερματισμό της απαραδέκτου κρατούσας καταστάσεως», είπε ο κ. Αναστασιάδης και εξήγησε γιατί η απόφαση του ΕΔΑΔ στην προσφυγή «Δημόπουλος Vs Τουρκίας» δημιούργησε και δημιουργεί σοβαρότατα προβλήματα στη ελληνοκυπριακή πλευρά κατά τη διαπραγμάτευση του Κεφαλαίου που άπτεται των περιουσιακών δικαιωμάτων των εκτοπισθέντων από τις περιουσίες τους, Ελληνοκυπρίους.

Παράλληλα, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης αναφέρθηκε στο κεκτημένο που δημιουργήθηκε με την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και το οποίο αξιοποιήθηκε πλήρως, αφού στο Κοινό Ανακοινωθέν της 11ης Φεβρουαρίου 2014, για πρώτη φορά η τουρκοκυπριακή πλευρά αποδέχεται πως η Κυπριακή Δημοκρατία είναι και θα συνεχίσει να είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την επίτευξη λύσης και πως το ευρωπαϊκό κεκτημένο θα εφαρμόζεται σε όλη την επικράτεια της χώρας.

Τέλος, αναφέρθηκε στην θεμελίωση άριστων σχέσεων με τα γειτονικά κράτη και την επίτευξη  στη βάση της Σύμβασης των ΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, της οριοθέτησης της Αποκλειστικής Οικονομικής μας Ζώνης με τα κράτη της Αιγύπτου, του Ισραήλ και του Λιβάνου.

«Η σημασία των πιο πάνω συμφωνιών επέτρεψε στην Κυπριακή Δημοκρατία την εκπόνηση ενεργειακού προγράμματος και με ενάσκηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων προχώρησε σε σειρά αδειοδοτήσεων με θετικά μέχρι στιγμής αποτελέσματα. Αδειοδοτήσεων που αφορούν εταιρείες πετρελαίων που ανήκουν σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Γαλλία και η Ιταλία», ανέφερε.

Το πιο σημαντικό, όμως, είπε καταληκτικά, «είναι πως με τις εν λόγω συμφωνίες θωρακίζονται τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας με βάση το διεθνές δίκαιο, όπως καταδεικνύεται και από τις πρόσφατες αποφάσεις για κυρώσεις εις βάρος της Τουρκίας για τις έκνομες ενέργειες στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας».