Με τη θέση ότι «ορθά, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας παραπονιέται για την ανεπάρκεια της ποινής που επέβαλε το πρωτόδικο δικαστήριο», το Εφετείο ομόφωνα, σε μια κεκλεισμένων των θυρών ακροαματική διαδικασία σε υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκου, ανέτρεψε την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου για επιβολή ποινής φυλάκισης δύο χρόνων με τριετή αναστολή στον κατηγορούμενο της υπόθεσης αντικαθιστώντας την με ποινή άμεσης φυλάκισής του για περίοδο τριών χρόνων.
Σύμφωνα με ανακοίνωσή της, η Νομική Υπηρεσία αναφέρει πως η απόφαση εκδόθηκε στις 8 Δεκεμβρίου του 2025.
Στην απόφασή του το Εφετείο προβαίνει σε εκτενή αναφορά στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου να προσμετρήσει προς όφελος του κατηγορούμενου μετριαστικούς παράγοντες, όπως το νεαρό της ηλικίας και το λευκό ποινικό μητρώο του, ότι ουδέποτε στο παρελθόν ο κατηγορούμενος είχε απασχολήσει τη Δικαιοσύνη με οποιοδήποτε αδίκημα, το γεγονός ότι μετά τη διάπραξη των αδικημάτων ο κατηγορούμενος απώλεσε την εργασία του, όπως και την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου να κρίνει το περιστατικό ως μεμονωμένο και να αποφασίσει ότι δεν προκύπτουν γεγονότα που να δεικνύουν ότι η έκνομη συμπεριφορά του κατηγορούμενου είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση φυσικού πόνου στο θύμα.
Το Εφετείο αναφέρει ακόμη την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου «να προσμετρήσει ως σημαντικό μετριαστικό παράγοντα την παραδοχή του κατηγορούμενου, για τον επιπρόσθετο λόγο ότι με αυτήν αποφεύχθηκε η ψυχική ταλαιπωρία του θύματος με το να βιώσει, εκ νέου, μέσα από τη δίκη, τα τραυματικά γεγονότα που οδήγησαν στη διάπραξη των υπό κρίση αδικημάτων».
Επί της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας καταχώρισε έφεση προβάλλοντας τέσσερις λόγους: ανεπάρκεια ποινής, την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου να μην λάβει υπ’ όψιν του τους επιβαρυντικούς λόγους που υπήρχαν από τα γεγονότα της υπόθεσης και τον τρόπο που ενήργησε ο κατηγορούμενος, την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου να λάβει υπ’ όψιν προς όφελος του κατηγορουμένου κάποιους μετριαστικούς παράγοντες, καθώς και την απόφαση για αναστολή της ποινής φυλάκισης που είχε επιβάλει.
Όλοι οι λόγοι έφεσης του Γενικού Εισαγγελέα κρίθηκαν ως βάσιμοι και έγιναν αποδεκτοί από το Εφετείο.
Συνεπεία ήταν το Εφετείο, στην ετυμηγορία του, να κρίνει ως λανθασμένη την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν υπήρχαν ιδιαίτερα επιβαρυντικοί παράγοντες στην υπόθεση.
Σύμφωνα με τη Νομική Υπηρεσία, ως λανθασμένο χαρακτηρίζει, επίσης, το γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έδωσε καθόλου σημασία στην ψυχολογική κατάσταση και στο άγχος που προκλήθηκε στο παιδί, εν αντιθέσει με το γεγονός ότι προς όφελος του κατηγορούμενου προσμέτρησε το άγχος και η αγωνία που τον διακατείχε στα χρόνια που παρήλθαν της εκδίκασης της υπόθεσης, χωρίς να λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν από το πρωτόδικο δικαστήριο -όπως αναφέρει το Εφετείο- ότι σημαντικό μερίδιο ευθύνης φέρει ο κατηγορούμενος που, ενώ τα γεγονότα τελέστηκαν το 2020 και υπόθεση καταχωρίσθηκε ευθύς αμέσως μετά την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων, ο ίδιος προέβη σε παραδοχή των κατηγοριών που αντιμετώπιζε το 2024.
Αποτέλεσμα ήταν η πρωτόδικη απόφαση να ανατραπεί, με την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης να αυξάνεται σε τρία χρόνια και να είναι άμεση.
Τα διατάγματα του πρωτόδικου δικαστηρίου για παραπομπή του κατηγορούμενου στην Αρχή Εποπτείας για δύο χρόνια, για απαγόρευση διαμονής σε χώρο που γειτνιάζει με οργανωμένους χώρους όπου βρίσκονται ή συχνάζουν παιδιά, καθώς και για απαγόρευση εργοδότησης ή απασχόλησής του σε χώρους όπου βρίσκονται ή συχνάζουν παιδιά επίσης για δύο χρόνια, παραμένουν σε ισχύ.
Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, την υπόθεση χειρίστηκε η Έλενα Κωνσταντίνου, Δημόσιος Κατήγορος.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Αγωνία για το αγνοούμενο γιοτ: Πού έδωσε τελευταίο στίγμα και γιατί απέπλευσε από το Ισραήλ εν μέσω κακοκαιρίας | AlphaNews
Πηγή: ΚΥΠΕ



