Η Επιτροπή Συγγενών Πεσόντων Καταδρομέων και Εθνοφρουρών της 15ης Ιουλίου 1974 καταγγέλλει προσπάθειες «αναζήτησης εξιλαστήριων θυμάτων» και «εργαλειοποίησης της θυσίας των στρατιωτών» ενόψει της προεκλογικής περιόδου. Σε σημερινή της ανακοίνωση, οι οικογένειες των πεσόντων υπογραμμίζουν ότι επί 51 χρόνια κουβαλούν μια «σιωπηλή, βαθιά πληγή» την οποία «κανένας πολιτικός υπολογισμός δεν δικαιούται να αγγίζει».
Υπενθυμίζει ότι η Πολιτεία και τα Δικαστικά Σώματα έχουν επίσημα αναγνωρίσει ότι όσοι έπεσαν κατά τα γεγονότα της 15ης Ιουλίου 1974 τελούσαν σε διατεταγμένη υπηρεσία και εκτελούσαν το καθήκον τους.
Παράλληλα, παραθέτει σειρά ενεργειών των τελευταίων δεκαετιών, από την ανέγερση μνημείων μέχρι τις επίσημες επιστολές αναγνώρισης από πρώην Υπουργούς Άμυνας, ως τεκμήρια της θεσμικής αποκατάστασης των πεσόντων.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στις πρόσφατες αντιδράσεις για το μνημείο στον Στρόβολο, με την Επιτροπή να κάνει λόγο για «μικροκομματικές σκοπιμότητες εν μέσω προεκλογικής περιόδου», ενώ εκφράζει την πεποίθηση ότι ο Παγκύπριος Σύνδεσμος Εφέδρων Καταδρομέων «ενήργησε νομότυπα και θα δικαιωθεί».
«Η μνήμη των πεσόντων δεν μπορεί να γίνεται πεδίο αντιπαράθεσης» σημειώνει για να προσθέσει ότι σε όλες τις πόλεις έχουν ανεγερθεί μνημεία με όλες τις νόμιμες άδειες και με τη συμμετοχή όλων των κομμάτων στις εκδηλώσεις μνήμης.
Η Επιτροπή αναφέρει ότι «μετά τις πολυάριθμες πράξεις αναγνώρισης, είναι καιρός να σταματήσει η εργαλειοποίηση της θυσίας των στρατιωτών», προσθέτοντας ότι «τέτοιες πρακτικές συνιστούν βεβήλωση της μνήμης των πεσόντων και αγνοουμένων καταδρομέων».
Τέλος, οι οικογένειες δηλώνουν πως θα συνεχίσουν να υπερασπίζονται την αξιοπρέπεια των πεσόντων και την ιστορική αλήθεια «χωρίς να επιτρέψουν άλλη διαστρέβλωση ή καπηλεία».



