Επίτροπος Διοικήσεως: Αδιαπραγμάτευτα τα ανθρώπινα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ

Τρίτη, 13/6/2023 - 15:16
Μικρογραφία

Τα ανθρώπινα δικαιώματα των μελών της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας της Κύπρου ως μέλη της ανθρώπινης οικογένειας είναι αδιαπραγμάτευτα, τονίζει σε τοποθέτησή της, η Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως Φορέας Ισότητας και Καταπολέμησης των Διακρίσεων Μαρία Στυλιανού-Λοττίδη.

Η Επίτροπος καλεί τις αρμόδιες εμπλεκόμενες αρχές να παρέμβουν άμεσα και να συνεχίσουν τη διερεύνηση των καταγγελιών της Accept-LGBTI Κύπρου για τη λήψη αποφασιστικών μέτρων ως προς την ουσιαστική προστασία των μελών της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας.

Αφορμή της τοποθέτησης της Επιτρόπου επί του θέματος, το γεγονός ότι η Μη Κυβερνητική Οργάνωση Accept-LGBTI Κύπρου, με χθεσινή ανακοίνωσή της, η οποία δημοσιεύθηκε στον ημερήσιο τύπο, εκφράζει την ανησυχία της αναφορικά με σχόλια που δημοσιοποιήθηκαν τις τελευταίες δύο εβδομάδες κάτω από αναρτήσεις ειδήσεων, αλλά και κάτω από αναρτήσεις σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καλώντας τις αρμόδιες Αρχές να παρέμβουν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους.

Με αφορμή τα εν λόγω δημοσιεύματα, αναφέρει η κ. Λοττίδη, καταδικάζουμε απερίφραστα τα όποια σχόλια είδαν το φως της δημοσιότητας, τα οποία στοχοποιούν τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, σε βαθμό που να προωθούν τη ρητορική μίσους έναντι των μελών της.

Σημειώνει ότι δυστυχώς, φαινόμενα ακραίας ρητορικής έχθρας και ρατσισμού παρατηρούνται αρκετά συχνά και στην Κύπρο, κάτι που προκύπτει και μέσα κι από τον αριθμό και τη φύση καταγγελιών που υποβλήθηκαν τα τελευταία χρόνια στο Γραφείο της και αφορούσαν περιστατικά ρατσιστικής και ξενοφοβικής ρητορικής, που εκφράστηκε δημόσια στο διαδίκτυο, είτε σε δημοσιεύματα, είτε σε σχόλια αναγνωστών δημοσιευμάτων, είτε σε αναρτήσεις σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Μετά από μελέτη των εν λόγω διαδικτυακών δημοσιευμάτων και αναρτήσεων, καταλήξαμε στη θέση, αναφέρει η κ. Λοττίδη, ότι, σε αυτά, περιλαμβάνονταν θέσεις και απόψεις που, ανεξαρτήτως προθέσεων εκείνων που τις εξέφρασαν, ήταν μειωτικές και προσβλητικές προς συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων και συνέτειναν στην καλλιέργεια αρνητικών στερεότυπων και εχθρότητας εναντίον τους, στη βάση της καταγωγής ή/και της θρησκείας τους.

«Είναι σημαντικό και αναγκαίο όπως η σοβαρότητα ομοφοβικών/τρανσφοβικών περιστατικών να μην υποτιμάται ή να συγκαλύπτεται μέσω του  χαρακτηρισμό τους ως «μεμονωμένων περιστατικών», αλλά θα πρέπει αυτά να αναγνωρίζονται και αξιολογούνται ως ομοφοβικά/τρανσφοβικά/αμφιβοφικά αδικήματα, ώστε να υπενθυμίζεται και να υπογραμμίζεται, με αυτό τον τρόπο, η θέση της πολιτείας για μηδενική ανοχή τους», προσθέτει.

Τα αδικήματα, συνεχίζει η Επίτροπος πρέπει να αντιμετωπίζονται με αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές ώστε να δίνεται ξεκάθαρα το μήνυμα αφενός ότι τέτοιες συμπεριφορές δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές, αφετέρου να δίνεται το μήνυμα αλληλεγγύης και υποστήριξης στα εν δυνάμει θύματα τέτοιων συμπεριφορών, διαφορετικά ο λόγος δυστυχώς θα γίνεται πράξη.

«Γιατί η ρητορική με την δυναμική της ταχύτητας αναμετάδοσης, μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και της επανάληψης και μίμησης των συμπεριφορών που οδηγούνται αυτόματα χωρίς τη βάσανο της κρίσης και αξιολόγησης, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την άσκηση βίας και από ρητορική έχθρας και μίσους να καταλήξουμε στα εγκλήματα μίσους», προσθέτει.         

Υπογραμμίσαμε επίσης, συνεχίζει, το ότι, η δημοσιοποίηση ξενοφοβικών και ρατσιστικών απόψεων μέσω του διαδικτύου είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη δεδομένου ότι το διαδίκτυο, ως μέσο μαζικής επικοινωνίας που εκτείνεται σε παγκόσμιο επίπεδο, υπερβαίνει σε αμεσότητα και διεισδυτικότητα τα παραδοσιακά μέσα πληροφόρησης (όπως ο έντυπος Τύπος, το ραδιόφωνο, και η τηλεόραση), ενώ παρέχει σε κάθε άνθρωπο που έχει πρόσβαση σε αυτό, τη δυνατότητα να είναι δημόσιος ομιλητής.

Η Επίτροπος, περαιτέρω, αναφέρει ότι το νομικό και νομολογιακό πλαίσιο που έχει αναπτυχθεί διεθνώς σε σχέση με το θέμα, απαγορεύει ρητά τη διάπραξη αδικημάτων με ρατσιστικό κίνητρο, συμπεριλαμβανομένης της ρητορικής που διαδίδει, καλλιεργεί ή προάγει μισαλλοδοξία ή/και βία έναντι συγκεκριμένων ομάδων προσώπων, στη βάση συγκεκριμένων προστατευόμενων χαρακτηριστικών τους.

Στα πλαίσια, δε, εναρμόνισης του εθνικού μας δικαίου με σχετικά διεθνή κείμενα, συνεχίζει, το θεσμικό αυτό πλαίσιο έχει ενσωματωθεί στην κυπριακή έννομη τάξη ενώ στον Ποινικό Κώδικα, έχει περιληφθεί διάταξη που ποινικοποιεί την υποκίνηση ομοφοβικής και τρανσφοβικής ρητορικής, ως ρητορική μίσους. 

«Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), το κατοχυρωμένο δικαίωμα της ελευθερία της έκφρασης, το οποίο, συνιστά έναν από τους βασικούς πυλώνες μιας πλουραλιστικής και δημοκρατικής κοινωνίας, δεν είναι απόλυτο. Υπάγεται σε περιορισμούς που προβλέπονται ρητά από τον νόμο και ο περιορισμός της κρίνεται αναγκαίος για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων σκοπών, ένας από τους οποίους είναι και η προστασία «της υπόληψης ή των δικαιωμάτων άλλων προσώπων»», προσθέτει.

Όπως έχει τονιστεί από το ΕΔΑΔ, συνεχίζει η Επίτροπος, «η ανεκτικότατα και ο σεβασμός της αξιοπρέπειας όλων των ανθρώπων αποτελούν το θεμέλιο μιας δημοκρατικής και πλουραλιστικής κοινωνίας. Επομένως, μπορεί καταρχήν να θεωρηθεί αναγκαία στις δημοκρατικές κοινωνίες η τιμωρία ή ακόμα και η πρόληψη όλων των μορφών έκφρασης οι οποίες διαδίδουν, υποκινούν, προάγουν ή δικαιολογούν το μίσος που βασίζεται στη μισαλλοδοξία».

Το δε Ανώτατο Δικαστήριο της Δημοκρατίας, σε πρόσφατη απόφασή του για υπόθεση που αφορούσε το αδίκημα εκφοράς ρατσιστικού λόγου με δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους, επισημαίνει, υπογράμμισε με κατηγορηματικό τρόπο ότι, τα αδικήματα ρητορικής μίσους (hate speech) ή εγκλήματα εκφοράς ρατσιστικού λόγου και τα εγκλήματα μίσους (hate crimes) δεν πρέπει να μένουν ατιμώρητα.

Το Δικαστήριο σχολίασε, ειδικότερα, αναφέρει η Επίτροπος, ότι, προκύπτει η ανάγκη για διαφοροποίηση από τα κοινά εγκλήματα και για πιο αυστηρή αντιμετώπιση, σημειώνοντας πως «η ανάγκη αντιμετώπισης των εγκλημάτων µίσους πηγάζει όχι µόνο από την ανάγκη δικαίωσης του θύματος του αδικήματος αλλά και από την ανάγκη να επιβεβαιωθεί ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι νόμοι είναι πράγματι ίσοι για όλους ... Τελικά, πρόκειται για την εξασφάλιση ότι οι δημοκρατικές αξίες, στην πράξη, διατηρούνται μέσα στις σύγχρονες κοινωνίες και συμβάλλουν έτσι στην καθιέρωση ειρηνικών κοινωνικών σχέσεων. Στο πλαίσιο αυτό, οι νόμοι περί των εγκλημάτων µίσους εξυπηρετούν δύο λειτουργίες: μια συμβολική, που στοχεύει να μεταβιβάσει µε σαφήνεια το μήνυμα ότι η βία που έχει ως κίνητρο την προκατάληψη δεν είναι ανεκτή, και μια προστατευτική, µε στόχο τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των ευάλωτων ατόμων και ομάδων».

Με αφορμή την πιο πάνω απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, καθώς και ενόψει της κοινής δράσης του Γραφείου της με το Γραφείο Δημοκρατικών Θεσμών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Office for Democratic Institutions and Human Rights) του ΟΑΣΕ, για ενίσχυση του πλαισίου καταπολέμησης των εγκλημάτων μίσους στην Κύπρο, «προχωρήσαμε τον Ιούλιο του 2021, προσθέτει, σε Δημόσια Τοποθέτηση αναφορικά με τη ρητορική που προάγει τον ρατσισμό και την ξενοφοβία και τις ειδικότερες προεκτάσεις που έχει η ρητορική αυτή όταν αναπτύσσεται στο διαδίκτυο», σημειώνει.

Στην Τοποθέτηση αναφέρεται ότι η ρητορική μίσους στον δημόσιο λόγο είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο, το οποίο αναγνωρίζεται διεθνώς ότι έχει ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες, (τόσο σε επίπεδο ατόμων όσο και σε επίπεδο κοινωνίας ευρύτερα), και, για την αντιμετώπισή του, έχουν προωθηθεί, τα τελευταία χρόνια,  ποικίλες δράσεις από διεθνείς φορείς και οργανισμούς.

Γίνεται, επίσης, ειδική αναφορά σε νομολογία του ΕΔΔΑ σύμφωνα με την οποία, για δηλώσεις που έχουν ως σκοπό να προτρέψουν σε βία και να προκαλέσουν μίσος «οι εθνικές αρχές απολαμβάνουν ευρύτερου περιθωρίου εκτίμησης όταν εξετάζουν την ανάγκη επέμβασης στο δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης».

Το ΕΔΑΔ διατύπωσε, σημειώνει η Επίτροπος, τη θέση ότι η άσκηση του δικαιώματος αυτού, κουβαλά ένα τεράστιο φορτίο ευθύνης έκφρασης λόγου, η οποία δυναμώνει ανάλογα με τον αριθμό προσώπων στα οποία απευθύνεται κάποιος αλλά και τη δεσπόζουσα θέση την οποία κατέχει, για αυτό πρέπει να εξισορροπείται με την προστασία όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η κ. Λοττίδη επισημαίνει ακόμη, ότι κρίσιμος είναι ο ρόλος των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας (ΜΜΕ) στην καταπολέμηση του φαινομένου της ρητορικής μίσους, ενώ υποδείχθηκαν και οι ευθύνες της Αστυνομίας στην καταπολέμηση της δημόσιας ρητορικής που προάγει ή υποκινεί τη μισαλλοδοξία κατά συγκεκριμένων ομάδων προσώπων. 

Σημειώνεται ειδικότερα, αναφέρει, πως οι διακρίσεις στη βάση του σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου είναι εξαιρετικά επιζήμιες για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αφού πλήττουν τον πυρήνα της ανθρώπινης υπόστασης και της ουσιαστικής ισότητας των ανθρώπων, παραβιάζουν ουσιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, και είναι εξαιρετικά  επικίνδυνες  για κάθε άτομο και για κάθε δημοκρατική κοινωνία.

Πηγή
ΚΥΠΕ