Στη σύγχρονη πολυπολιτισμική κοινωνία της Κύπρου, η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας από ενήλικες με μεταναστευτικό υπόβαθρο αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για την επιτυχή κοινωνική και επαγγελματική τους ένταξη. Η γλωσσική επάρκεια δεν περιορίζεται σε ένα απλό εργαλείο επικοινωνίας, αλλά συνιστά κρίσιμη προϋπόθεση για ουσιαστική πρόσβαση σε ποικίλους τομείς της κυπριακής ζωής.
Σημαντική πρωτοβουλία για την ένταξη ατόμων με μεταναστευτικό υπόβαθρο μέσω της γλωσσικής εκμάθησης αποτελεί το συγχρηματοδοτούμενο από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Κυπριακή Δημοκρατία έργο Greek for Me – Μαθήματα ελληνικών σε ενήλικες υπηκόους τρίτων χωρών, το οποίο υλοποιείται στο πλαίσιο του Ταμείου Ασύλου Μετανάστευσης και Ένταξης μέσω κοινοπραξίας του Center for Social Innovation – CSI και των Κρατικών Ινστιτούτων Επιμόρφωσης του ΥΠΑΝ. Το έργο αναδεικνύεται ως βέλτιστη πρακτική για τη γλωσσική εκπαίδευση ενηλίκων μεταναστών και προσφέρει υψηλής ποιότητας διά ζώσης μαθήματα ελληνικής γλώσσας, προσαρμοσμένα στις ανάγκες των εκπαιδευομένων, καθώς και συμπληρωματική πλατφόρμα ηλεκτρονικής μάθησης με πόρους τόσο για μαθητές, όσο και για εκπαιδευτικούς. Η επιτυχία του έργου αποτυπώνεται έμπρακτα μέσω της ανταπόκρισης της κοινότητας, με σχεδόν 2.000 συμμετέχοντες παγκύπρια, αριθμό σχεδόν 6 φορές μεγαλύτερο από τον αρχικά προβλεπόμενο στόχο. Η ζήτηση αυτή επιβεβαιώνει όχι μόνο την ποιότητα του παρεχόμενου περιεχομένου, αλλά και τη μεγάλη ανάγκη για παρόμοιες πρωτοβουλίες.
Η άρση του γλωσσικού εμποδίου διευκολύνει κατά πολύ την επιτυχή ένταξη στην αγορά εργασίας, προσφέροντας αυξημένες ευκαιρίες απασχόλησης και επαγγελματικής ανέλιξης. Επιτρέπει τη διεκδίκηση θέσεων εργασίας που απαιτούν επικοινωνία με συναδέλφους, πελάτες ή το κοινό και διευκολύνει την επαγγελματική ανάπτυξη και την ενσωμάτωση στο εργασιακό περιβάλλον. Ταυτόχρονα, η γλωσσική επάρκεια συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση των εργασιακών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, προστατεύοντας από πιθανές διακρίσεις ή εκμετάλλευση, ενώ, παράλληλα, διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό την πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες. Χωρίς αυτήν, η επικοινωνία με τους επαγγελματίες υγείας, τους διοικητικούς, ή κοινωνικούς λειτουργούς καθίσταται δύσκολη ή, κατά περίπτωση, ακόμη και αδύνατη, εμποδίζοντας την πλήρη αξιοποίηση των διαθέσιμων υπηρεσιών και δικαιωμάτων.
Πέρα από τα πρακτικά οφέλη, η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας προάγει την ενεργότερη συμμετοχή στην κοινωνική ζωή της Κύπρου. Ενισχύει την αίσθηση του ανήκειν και την κοινωνική συνοχή, επιτρέποντας στα άτομα με μεταναστευτικό υπόβαθρο να συνδεθούν με την τοπική κοινωνία, να συμμετάσχουν σε κοινοτικές δραστηριότητες και να εκφράσουν τις απόψεις τους σε δημόσια θέματα. Η γνώση της γλώσσας διευκολύνει την κατανόηση της κυπριακής κουλτούρας και των κοινωνικών κανόνων, συμβάλλοντας στην ομαλότερη ενσωμάτωση και την αμοιβαία κατανόηση. Συνεπώς, η προώθηση της εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας αποτελεί επένδυση τόσο στην κοινωνική συνοχή, όσο και στην οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία όλων των κατοίκων της χώρας.
Επί του πρακτέου, απαιτεί μία ολιστική προσέγγιση που να περιλαμβάνει την παροχή προσβάσιμων και ποιοτικών προγραμμάτων γλωσσομάθειας, την ενθάρρυνση της χρήσης της γλώσσας στην καθημερινή ζωή και τη δημιουργία ενός φιλόξενου και υποστηρικτικού περιβάλλοντος για τα άτομα που επιθυμούν να μάθουν ελληνικά.
Στο πλαίσιο αυτό και, σε συνδυασμό με τα στατιστικά δεδομένα της πιο πρόσφατης απογραφής πληθυσμού στην Κύπρο, τα οποία αναδεικνύουν ότι 1 στους 5 κατοίκους έχει μεταναστευτικό υπόβαθρο, η ανάγκη για την παροχή οργανωμένων, ποιοτικών και προσβάσιμων προγραμμάτων εκμάθησης της ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας σε ενήλικες καθίσταται επιτακτική.



