Γιατί δεν αποδίδονται ευθύνες στο πόρισμα για τους Takata και στον νυν Υπουργό Αλέξη Βαφεάδη, ποιος γνώριζε και ποιος γνώριζε τελικά και τι έχει αλλάξε από όταν παραδόθηκε το πόρισμα έως σήμερα;
Διαβάστε επίσης: Ευθύνες για Takata: Ανοίγει η «βεντάλια» των ερευνών και των προσώπων που εμπλέκονται
Τις απαντήσεις δίνει από το στούντιο της εκπομπής Alpha Ενημέρωση ο πρώην δικαστής και Πρόεδρος της τριμελούς Ερευνητικής Επιτροπής για Takata Μιχαλάκης Χριστοδούλου.
«Όλα συνδέονται. Δεν μπορούμε να απομονώσουμε κάτι και να φύγουμε κάτι άλλο ξεκρέμμαστο. Εδώ είναι ένα πόρισμα το οποίο έχει συγκεκριμένους όρους εντολής, αυτούς τους όρους εντολής τους μελετήσαμε. Μαζέψαμε το υλικό που κατά την άποψή μας ήταν κατάλληλο για να ανταποκριθούμε στους όρους εντολής. Μέσα σε αυτούς τους όρους εντολής ήταν και η απόδοση ενδεχομένως ευθυνών. Καταγράψαμε τις εισηγήσεις μας, τα συμπεράσματα μας, τα ευρήματα μας και από εκεί και πέρα είναι θέμα των αρμοδίων υπηρεσιών του κράτους να λειτουργήσουν. Και σαν αρμοδιαίες υπηρεσίες εννοώ βασικά δύο. Η πρώτη όσον αφορά τις ποινικές ευθύνες είναι η αρμοδιότητα του Γενικού Εισαγγελέα. Η δεύτερη όσον αφορά τις πειθαρχικές ευθύνες είναι η αρμοδιότητα της δημόσιας υπηρεσίας.»
«Καταλαβαίνω την αγωνία των ανθρώπων που έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους, αλλά τρεις μήνες από τη μέρα που έχουμε παραδώσει το πόρτεσμα, θεωρώ ότι δεν είναι υπερβολικός χρόνος για να καταλέξουν οι αρμόδιες υπηρεσίες σε εκείνες τις ενέργειες που θα πρέπει να κάνουν, διότι ας μην ξεχνάμε ότι η δική μας αποστολή ήταν ερευνητικής φύσεως, τώρα αρχίζει το στάδιο των ανακρίσεων», προσθέτει ο κ. Χριστοδούλου.
Αναφερόμενος στο πόρισμα της ερευνητικής επιτροπής το οποίο έγραψε ο ίδιος ως πρόεδρος της, δηλώνει ότι δεν υπήρξε καμία διαφωνία μεταξύ των μελών της.
Σχετικά με την μη απόδοση ευθυνών στον νυν Υπουργό Μεταφορών, ο κ. Χριστοδούλου αναφέρεται στο σκεπτικό της επιτροπής.
«Το σκεπτικό για την μη αποδόση οποιασδήποτε ευθύνη στον υφιστάμενο Υπουργό, το έχουμε μέσα στην έκθεση μας. Εάν κάποιος διαβάσει την έκθεση, θα διαπιστώσει ότι με την ανάληψη των καθηκόντων του, και κυρίως μετά την συνάντηση που είχε με τον πατέρα του Κυριάκου, τον Γιάννη Όξινο, είχε τροχοδρομήσει κάποιες διαδικασίες, πρώτα να ενημερωθεί πού ήταν το πρόβλημα, και μετά πώς θα το λύσει. Από ό,τι είχαμε ακούσει με τις μαρτυρίες στην Επιτροπή, υπήρχε μια σύγχυση, μια χαοτική κατάσταση. Δεν ξέραμε ακριβώς πόσες χιλιάδες αυτοκίνητα είχαν αερόσακο Takata. Αρχικά είχαν πει για δέκα χιλιάδες. Μετά είχαν ανεβάσει τους αριθμούς, αν θυμάστε καλά, μέχρι τις ογδόντα χιλιάδες. Δεν ήταν αυτοσκοπός μας να αποδώσουμε ευθύνες. Θα ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος να δω ότι το κράτος μας, οι υπηρεσίες του, λειτουργήσαν άψογα, και ότι αυτά τα τρία δυστυχήματα, ήταν απλά δυστυχήματα. Ότι είχαν εμπλοκή, αμέλεια ή παραμέληση καθήκοντος.»
Επισημαίνει ότι μέσα από το πόρισμα προκύπτει ότι ο πολιτικός προϊστάμενος, οποιοσδήποτε Υπουργός, δεν δικαιολογείται να μην γνωρίζει.
«Το καθήκον του, η αποστολή του είναι να γνωρίζει. Να οργανώνει τέτοιους μηχανισμούς που τουλάχιστον στα σοβαρά θέματα να γνωρίζει και να επεμβαίνει δίδοντας οδηγίες για λύση.»
Ο κ. Χριστοδούλου σχολιάζει ότι στον ένα χρόνο που μεσολάβησε από την ενημέρωσή του δεν έμεινε σε «κατάσταση λύθαργου» αλλά είχαν σταλεί επιστολές στο Συμβούλιο της Ευρώπης και ζητούσαν βοήθεια, είχαν σταλεί επιστολές σε άλλα κράτη μέρη της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως στην Ιρλανδία.
«Στα αυτοκίνητα με ευρωπαϊκό τύπο υπήρχε πρόβλεψη η οποία επαναλήφθηκε και από τον ευρωπαϊκό κανονισμό ότι την ευθύνη τη φέρει ο κατασκευαστής. Διαπιστώσαμε μέσα από τις έρευνες που κάναμε τους τρεις μήνες ότι υπήρχε μία σύγχυση στον όρο ‘κατασκευαστής’. Είναι υπεύθυνος ο διανομέας του κατασκευαστή για αυτά τα αυτοκίνητα που έχουν ευρωπαϊκή έγκριση τύπου. Για τα άλλα, ο κανονισμός προβλέπει ότι ευθύνη να έχουν εισαγωγείς. Και αυτή την σύγχυση, την είχαν μεταφέρει και στους υπουργούς σε αρχικά στάδια.»
Ερωτηθείς αν ήταν δύσκολο να ενημερώσουν τον κόσμο έγκαιρα, ο κ. Χριστοδούλου απαντά ότι αυτός είναι ο κεντρικός άξονας του πορίσματος, ότι παρά το γεγονός ότι γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν από το 2013, δεν έκαναν τίποτα.
Απαντώντας σε ερώτηση αν έκανε κάτι ο κ. Βαφεάδης, λέει:
«Το αν θα μπορούσε να κάνει και άλλα πράγματα, ασφαλώς και θα μπορούσε, αλλά πρέπει να έχουμε υπόψη μας το εξής: Ένας υπουργός, όπως το αντιλαμβάνομαι τουλάχιστον εγώ, χαράσσει πολιτική και είναι υπεύθυνος να εποπτεύει κατά πόσο η πολιτική που χαράσσει υλοποιείται από τα εκτελεστικά όργανα που είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι. Ο Βαφεάδης, σύμφωνα με τον μαρτυρικό υλικό , μόλις ενημερώθηκε για αυτό το πράγμα, είχε δώσει έντονη στο ΤΟΜ για να κάνει κάποια πράγματα. Δεν μπορούμε να περιμένουμε από έναν υπουργό ότι θα δώσει λύσεις. Λύσεις τις δίνουν οι τεχνοκράτες, οι εμπειρογνώμονες.»
Σχετικά με το ποιοι γνώριζαν ή όχι, ο κ. Χριστοδούλου αναφέρει ότι υπήρχε μπέρδεμα για το ποιο γνώριζαν και ποιοι όχι.
«Υπήρχαν δύο στοιχεία τα οποία αφήναν μία ομιχλώδη κατάσταση ότι ήταν σε γνώση του Υπουργείου. Το πρώτο είναι ότι η επιστολή του 2017 είχε κοινοποιηθεί στο Υπουργείο και το δεύτερο στοιχείο, υπήρχαν κάποια σημειώματα μέσα στους φακέλους πολύ φτωχά που αφήναν να νοηθεί ότι γνώριζε και καθοδηγεί το ΤΟΜ για αυτά τα πράγματα.»
Ερωτηθείς αν έχει αποδείξεις αν γνώριζε ή όχι ο κ. Δημητριάδης, απαντά ότι δεν θέλει να αδικήσει τον άνθρωπο και ότι η κατάσταση είναι συγχυσμένη.
«Εάν κοινοποιήθηκε αυτή η εγκύκλιος του 2017, ασφαλώς και γνώριζε. Αν δεν κοινοποιήθηκε και γράψαν πάνω στο χαρτί ότι κοινοποιήθηκε, το πράγμα μπαίνει άλλες διαστάσεις: Ποιος λέει ψέματα και γιατί λέει ψέματα.»



