Έντονες είναι οι αντιδράσεις περιβαλλοντικών οργανώσεων σε σχέση με το έργο στο Πεντάκωμο και τη δημιουργία λιμενικών και χερσαίων εγκαταστάσεων εξυπηρέτησης υδατοκαλλιεργητών. Το «BirdLife» εγείρει ανησυχίες τόσο για την προστασία του περιβάλλοντος και της μεσογειακής φώκιας όσο και για τη διαφάνεια στη διαδικασία αδειοδότησης έργων αυτής της φύσης γενικότερα.
Στην περιοχή βρέθηκε η κάμερα της εκπομπής Alpha Ενημέρωση και η δημοσιογράφος Όλγα Κωνσταντίνου, μαζί με τον Τάσο Σιαλή, Συντονιστή εκστρατείας του BirdLife.
Σύμφωνα με τον Τάσο Σιαλή, η δικαστική διαδικασία για ακύρωση της περιβαλλοντικής γνωμοδότησης δεν έχει αρχίσει ακόμη, μολονότι η αίτηση κατατέθηκε τον Σεπτέμβριο του 2023.

«Κατασκευάζεται ένα λιμάνι εξυπηρέτησης των ιχθυοκαλλιεργητών στην περιοχή. Θα εξυπηρετεί μέχρι και 35 σκάφη από 12 μέτρα και 24 μέτρα, θα υπάρχουν 40 χώροι στάθμευσης, χώρος καυσίμων για τα σκάφη. Ο πρόβολος αυτού του λιμανιού θα είναι μέχρι και 250 μέτρα από την ακτογραμμή που είμαστε εδώ πέρα. Δε μιλούμε για ένα μικρό αλειευτικό λιμανάκι. Έχουμε ένα βιομηχανικό μλιμάνι που θα έχει εμπορική χρήση.»
Η συγκεκριμένη περιοχή έχει, κατά τον ίδιο, οριστεί από το 2014 με μια μελέτη χωροθέτησης ως η ιδανική για τη δημιουργία του λιμανιού, χωρίς, ωστόσο να υπάρχουν τα επιστημονικά δεδομένα που επιδεικνύουν το συγκεκριμένο σημείο ως ένα από τα τρία κατάλληλα για την αναπαραγωγή και την ξεκούραση φώκιας τύπου Monachus Monachus. Όπως εξήγησε ο κύριος Σιακής πρόκειται για μια περιοχή-μωσαϊκό μοναδικού οικότοπου.
Μάλιστα, το θέμα είχε συζητηθεί και ενώπιον της Βουλής τον περασμένο Οκτώβριο, καθώς κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης δεν είχε διενεργηθεί πλήρης και τεκμηριωμένη μελέτη ειδικής οικολογικής αξιολόγησης. Κάτι που καταδεικνύεται και στη σχετική έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, η οποία καλούσε σε εξεύρεση εναλλακτικών τοποθεσιών.
Σε παρέμβασή της η Διευθύντρια του Τμήματος Αλιείας και Θαλασσιών Ερευνών, Μαρίνα Αργυρού, τόνισε ότι προτεραιότητα παραμένει η προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και η αειφόρος ανάπτυξη του υδατικού τομέα.
Όπως εξήγησε, για την ανάπτυξη του έργου, προηγήθηκε μελέτη χωροθέτησης και εξετάστηκαν εναλλακτικές λύσεις. Η συγκεκριμένη τοποθεσία κρίθηκε ότι ανταποκρίνεται στον σκοπό του έργου, με τις λιγότερες, κατά τον δυνατόν, επιπτώσεις, ενώ διενεργηθηκε και στρατηγική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Στη συνέχεια, μετά την παραλαβή της γνωμοδότησης, το Τμήμα προχώρησε και σε μελέτη προελέγχου για το έργο.
Η κυρία Αργυρού τόνισε ότι το Τμήμα Αλιείας προχώρησε στην αναστήλωση σπηλαίου της περιοχής και πρότεινε την κήρυξη της περιοχής σε Natura. «Με το έργο αυτό που γίνεται δε θα επηρεαστούν από το έργο», διαβεβαίωσε.
Το κόστος του έργου υπολογίζεται στα €34 εκ. μέσω της χρηματοδότησης στο πλαίσιο του Σχεδίου Ταμείου Ανθεκτικότητας.