Στην “Υπόθεση της Θεσσαλονίκης” δίνει φως για πρώτη φορά η συνέντευξη του Μάνου Παπαδόπουλου στο protothema.gr και στον Φρίξο Δρακοντίδη, παρουσιάζοντας την δική του οπτική για τον φερόμενο βιασμό με την έναρξη της ποινικής έρευνας και βγάζοντας από το κάδρο κατηγοριών γνωστά επιχειρηματικά πρόσωπα της Ελλάδας αλλά και της Κύπρου.
Οι κατηγορίες της Μπίκα
Οι αποκαλύψεις του συνδέονται άμεσα με τις τελευταίες δικαστικές εξελίξεις, καθώς η Γεωργία Μπίκα κατηγορείται πλέον για ηθική αυτουργία σε αρπαγή, πράξη που χαρακτηρίζεται ως κακούργημα, αλλά και για σωματικές βλάβες και εξύβριση. Σύμφωνα με τη δικογραφία, η καταγγελλόμενη αρπαγή από τον μετρ του καταστήματος Αχίλλειον, Μάνου Παπαδόπουλου έλαβε χώρα μετά την έναρξη της ποινικής έρευνας για τον φερόμενο βιασμό, με αποτέλεσμα να ασκηθούν ποινικές διώξεις και να παραπεμφθούν πέντε άτομα -συμπεριλαμβανομένης της Μπίκα- στην 6η τακτική ανακρίτρια Θεσσαλονίκης. Η ίδια αρνείται τις κατηγορίες και προβάλλει την εκδοχή της μέσα από τα δικόγραφα. Υπενθυμίζεται ότι με βούλευμα έχει απαλλαχθεί ο φερόμενος βιαστής της, ο 27χρονος Βασίλης Λεβέντης καθώς οι δικαστές έκριναν ότι η καταγγελία της Γεωργίας ήταν βασισμένη σε ψευδείς ισχυρισμούς.
Η συνέντευξη του Μάνου Παπαδόπουλου στο Πρώτο Θέμα, που βρισκόταν στο περιθώριο μέχρι σήμερα, έρχεται να ρίξει φως σε γεγονότα που είχαν μείνει στο σκοτάδι, δίνοντας μια διαφορετική διάσταση στην υπόθεση που απασχολεί τη Δικαιοσύνη και την κοινωνία. Yπογραμμίζει ότι όλα όσα έχει καταγγείλει συνοδεύονται από αδιάσειστα στοιχεία, τα οποία έχουν κατατεθεί στις αρμόδιες αρχές, όπως η αστυνομία και η εισαγγελία. Συγκεκριμένα, αναφέρεται σε αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνουν ίχνη αίματός του στο αυτοκίνητο των απαγωγέων, βιντεοληπτικό υλικό που καταγράφει τη στιγμή της απαγωγής του από το σπίτι του, καθώς και στοιχεία που επιβεβαιώνουν ότι βρισκόταν εκτός της περιοχής πριν από τα γεγονότα για τα οποία κατηγορήθηκε. Ο ίδιος εκφράζει αγανάκτηση για το γεγονός ότι, παρά την αθωότητά του, έγινε στόχος μίσους, με πορείες διαμαρτυρίας που τον παρουσίαζαν ως «τον χειρότερο άνθρωπο», ενώ δέχθηκε απειλές, ακόμα και βομβιστική επίθεση στην πολυκατοικία όπου διέμενε.
Το πάρτι στη σουίτα
«Λίγες ημέρες πριν από το συμβάν, τα παιδιά από την Αθήνα με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν ότι θα έρθουν στη Θεσσαλονίκη. Είχαμε κανονίσει να βγούμε στα μπουζούκια, όμως δύο ημέρες πριν φτάσουμε, ανακοινώθηκε το lockdown. Έφτασαν στο μαγαζί το μεσημέρι πριν από την αλλαγή του χρόνου, και, καθώς γνωρίζαμε ότι το lockdown θα ξεκινούσε, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε τη βραδιά μας στη σουίτα του γνωστού ξενοδοχείου, αφού δεν είχαμε άλλη επιλογή.
Εκείνη την ημέρα, στο μαγαζί ήταν και η Γεωργία Μπίκα. Την κάλεσα κι εκείνη, όπως κάλεσα και άλλους φίλους μου. Η Μπίκα ήταν πελάτισσα του μαγαζιού εδώ και καιρό, έρχοταν σχεδόν τρεις με τέσσερις φορές την εβδομάδα το τελευταίο εξάμηνο, οπότε θεώρησα φυσικό να την καλέσω κι αυτήν. Έφυγα από το μαγαζί για να πάω σε έναν φίλο μου, στον Χασάν, και γύρω στη μία και μισή έφτασα στη σουίτα. Η βραδιά ήταν ήρεμη, δεν υπήρχε δυνατή μουσική, μόνο περίπου 20 άτομα σε χαλαρή διάθεση», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Εκείνο το βράδυ δεν αισθανόμουν καλά, αν και δεν γνώριζα ακόμη ότι είχα Covid. «Έφυγα από τη σουίτα γύρω στις τρεις το πρωί».
«Την ώρα που αποχωρούσα, χαιρέτησα τους πάντες. Η Μπίκα, μαζί με δύο φίλες της, με συνόδευσαν μέχρι την έξοδο. Τη χαιρέτησα και μπήκα στο αυτοκίνητο με κάποιες φίλες μου που με πήγαν σπίτι μου. Καθώς οδηγούσαμε, η Μπίκα με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι σκέφτεται να επιστρέψει στη σουίτα, επειδή ήταν νωρίς για να φύγει. Με ρώτησε πώς θα μπορούσε να ξαναμπεί, καθώς υπήρχε το lockdown, κι εγώ της είπα να πει τον αριθμό του δωματίου στη ρεσεψιόν. Μετά από αυτό, πήγα σπίτι και κοιμήθηκα».
Ο Παπαδόπουλος περιέγραψε πώς την επόμενη ημέρα, γύρω στις 10:30 το πρωί, ξύπνησε από κλήσεις της Μπίκα. «Με ενημέρωσε ότι δεν είχε επιστρέψει στο σπίτι της και με ρώτησε αν μπορούσε να έρθει για λίγες ώρες στο σπίτι μου, επειδή δεν είχε τρόπο να φύγει από τη Θεσσαλονίκη. Της είπα ότι έπρεπε να φύγω για το μαγαζί, αλλά μπορούσε να έρθει, να της αφήσω τα κλειδιά και να περιμένει εκεί».
«Μετά από περίπου 45 λεπτά, χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ήταν η Μπίκα, και μου είπε ότι είχε φτάσει στο σπίτι και χρειαζόταν να πληρώσω το ταξί, γιατί δεν είχε χρήματα. Κατέβηκα για να της πληρώσω, και εκεί με περίμεναν δύο άνδρες, ο Κ. και ο Μ. Με άρπαξαν από το μπράτσο και με οδήγησαν σε ένα αυτοκίνητο που είχαν παρκαρισμένο εκεί κοντά».
Η απαγωγή και ο ξυλοδαρμός
«Ο Κ. κάθισε στη θέση του οδηγού, εγώ στη θέση του συνοδηγού, ενώ ο Μ. και η Μπίκα ήταν στο πίσω κάθισμα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής, δεχόμουν απειλές και χτυπήματα από τον Κ., ενώ η Μπίκα γελούσε και έλεγε: ‘Θα δείτε τι θα πάθετε’. Ο Μ. σιγοντάριζε, προτρέποντας τον Κ. να συνεχίσει να με χτυπάει».
Ο Παπαδόπουλος περιέγραψε πώς προσπάθησε να εξηγήσει ότι δεν είχε καμία σχέση με όσα του καταλόγιζαν. «Τους έλεγα ότι κάνετε λάθος, δεν ήμουν καν εκεί. Όμως, αντί να σταματήσουν, ο Κ. πήρε το όπλο του και με χτύπησε στο πρόσωπο. Εκείνη τη στιγμή, λιποθύμησα για λίγο».
Οι απειλές
Ο Μάνος Παπαδόπουλος περιγράφει με τρόμο και ένταση τις ημέρες που ακολούθησαν ένα δραματικό περιστατικό. «Δεν θυμάμαι και πολλά από το πώς ανέβηκα πάνω», αφηγείται, προσπαθώντας να ανακαλέσει τις πρώτες στιγμές μετά το σοκ. Όταν συνήλθε, πήρε τηλέφωνο τον στενό του φίλο, Γ. Μ ζητώντας άμεση βοήθεια. «Του λέω: “Πού είσαι; Θέλω να σε δω από κοντά”. Μου απάντησε ότι είναι σπίτι του. Πήγα εκεί, με είδε μέσα στα αίματα και του εξήγησα τι είχε συμβεί. Μου είπε: “Πήγαινε σπίτι σου, μην κάνεις τίποτα, άστο. Θα μιλήσουμε εμείς”».
Ο Μ γνώριζε προσωπικά τον Κ, τον άνδρα που είχε απαγάγει και κακοποιήσει τον Μάνο, και ανέλαβε να μεσολαβήσει. Ο Μάνος, φοβισμένος, κλείστηκε στο σπίτι του για ημέρες, αλλά οι απειλές δεν σταμάτησαν. «Κάθε μέρα με έπαιρνε τηλέφωνο ο Κ και με απειλούσε. Μου έλεγε ότι αν δεν πάω στην αστυνομία να καταθέσω πως η Γεωργία βιάστηκε, θα στείλει ανθρώπους να με σκοτώσουν».
Η κατάσταση κλιμακώθηκε. «Με απειλούσε ότι είχε ήδη στείλει ανθρώπους κάτω από το σπίτι μου. Έλεγε πως θα σαπίσω στη φυλακή. Όλα αυτά από κανονικές κλήσεις, από το κινητό του». Παράλληλα, δεχόταν πιέσεις και από τον Μ. «Μου έλεγαν πως έπρεπε να πάω στο σπίτι του Κ “να το λύσουμε”. Αλλά εγώ, μετά το ξύλο που είχα φάει, δεν μπορούσα να το διανοηθώ».
Οι πιέσεις έγιναν αφόρητες και ο Μάνος ένιωσε ότι δεν είχε άλλη επιλογή. Στις 13 Ιανουαρίου, συνοδευόμενος από φίλο του, πήγε τελικά στο σπίτι του Κ. Εκεί τον υποδέχτηκαν άνδρες ασφαλείας, ενώ μπροστά του υπήρχε ένα χαρτί. «Μου είπε ότι η Γεωργία θυμήθηκε πως ήταν τρεις οι βιαστές της και ότι θα έπρεπε να υπογράψω πως έγινε ομαδικός βιασμός. “Μόνο έτσι θα σωθείς”, μου είπε».
Ο Μάνος αντέδρασε. «Του είπα: “Μα πώς θα το πω αυτό, αφού δεν ήμουν εκεί;” Και τότε με πήγαν σε ένα άλλο δωμάτιο, όπου βρίσκονταν δύο τύποι με μάσκες και κουκούλες. Μου ζήτησαν να γυρίσω στον τοίχο, να τους παραδώσω το κινητό μου. Αρχικά αρνήθηκα, αλλά τρόμαξα τόσο πολύ που το έδωσα μαζί με τον κωδικό μου». Λίγο αργότερα, έμαθε πως είχε γίνει ανάρτηση στο διαδίκτυο, φαινομενικά από τον ίδιο, υποστηρίζοντας ότι η Γεωργία είχε βιαστεί.
Όταν η συνάντηση τελείωσε, τον άφησαν να φύγει, αλλά με σαφείς απειλές. «Μου είπαν να μην κατεβάσω το ποστ και να φύγω από την πόλη».
Μέσα σε ατμόσφαιρα πανικού, ένας στενός φίλος του Μάνου Παπαδόπουλου, στον οποίο απευθύνθηκε για βοήθεια, τον προέτρεψε να αναζητήσει άμεσα νομική υποστήριξη και να παραμείνει κρυμμένος.
Οι επώνυμοι σε Ελλάδα και Κύπρο
Στην ερώτηση σχετικά με τις φήμες που κυκλοφόρησαν εκείνες τις ημέρες μέσω συγκεκριμένων λογαριασμών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για την εμπλοκή γνωστών προσώπων, όπως του Αλέξανδρου Κοψιάλη και του Δημήτρη Φιντιρίκου, ο Μάνος Παπαδόπουλος ήταν απόλυτος. «Όλα ήταν ψέματα, από την αρχή μέχρι το τέλος. Ο Δημήτρης βρισκόταν στο εξωτερικό, ενώ ο Αλέξανδρος στοχοποιήθηκε επειδή πήρε την πρωτοβουλία να στηρίξει τον Δημήτρη. Η αρένα των social διψούσε για αίμα, και έτσι τη νύφη πλήρωσαν πρόσωπα εντελώς άσχετα με την υπόθεση, όπως αυτά που μου αναφέρετε», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Μέσα από τις αναφορές και αποκαλύψεις της συνέντευξης, γνωστά επιχειρηματικά πρόσωπα της Ελλάδας αλλά και γνωστό επιχειρηματικό πρόσωπο της Κύπρου με τεράστια δράση και προσφορά στο νησί, τα οποία “φωτογραφήθηκαν” και σχολιάστηκαν στην εν λόγω υπόθεση, βγαίνουν από το κάδρο, δείχνοντας ότι ήταν μέρος σκευωρίας και ενός οργανωμένου σχεδίου απάτης.
Η απομόνωση
Ο Μάνος Παπαδόπουλος εκτιμά ότι όλα όσα συνέβησαν ήταν προσχεδιασμένα, από τις μαζικές επιθέσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μέχρι τη δράση συγκεκριμένων “ενορχηστρωτών” που παραπλάνησαν το κοινό, οδηγώντας σε λανθασμένα συμπεράσματα. «Ήθελαν να μου κάνουν τη ζωή κόλαση και να με αναγκάσουν να καταθέσω για τον υποτιθέμενο βιασμό», δηλώνει χαρακτηριστικά. Οι συνέπειες αυτής της κατάστασης ήταν καταστροφικές για τη ζωή του. «Έχασα τη δουλειά μου. Το μαγαζί όπου εργαζόμουν ανακοίνωσε πως δεν ήθελε έναν υπάλληλο μπλεγμένο σε υπόθεση βιασμού, παρά το γεγονός ότι γνώριζαν όλοι ποιος ήταν ο πραγματικός υπαίτιος και ότι εγώ δεν είχα καμία απολύτως σχέση». Η κοινωνική του ζωή διαλύθηκε. «Οι φίλοι μου εξαφανίστηκαν. Από εκεί που ήμουν κοινωνικός, με πολλές παρέες, έμεινα εντελώς μόνος. Ακόμα και η τηλεόραση έλεγε τα χειρότερα για μένα, ότι ήμουν συνεργός σε βιασμό, χωρίς να έχω την παραμικρή ιδέα για το τι συνέβαινε».
Ο Μάνος Παπαδόπουλος κλείνει την εξομολόγησή του με μία βαθιά ανθρώπινη επιθυμία: «Θέλω κάποια στιγμή να τελειώσει αυτός ο εφιάλτης. Να αποκατασταθεί η αλήθεια, να βρω ξανά τη ζωή μου και, πάνω απ’ όλα, να έρθει η δικαίωση που τόσο έχω ανάγκη».
Πηγή: protothema.gr



