Σε μια καθοριστική απόφαση, ομοσπονδιακό δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών μπλόκαρε τους ευρείς δασμούς που είχε επιβάλει ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, πλήττοντας ένα από τα βασικά σημεία της οικονομικής του πολιτικής.
Πώς συνέβη
Το Δικαστήριο Διεθνούς Εμπορίου, με έδρα το Μανχάταν, έκρινε ότι ο επείγων νόμος που επικαλέστηκε ο Λευκός Οίκος δεν δίνει στον πρόεδρο μονομερή εξουσία να επιβάλλει δασμούς σχεδόν σε όλες τις χώρες. Σύμφωνα με το δικαστήριο, το Σύνταγμα των ΗΠΑ παρέχει αποκλειστική αρμοδιότητα στο Κογκρέσο για τη ρύθμιση του εμπορίου με άλλα κράτη και αυτή η αρμοδιότητα δεν αναιρείται από τις εξουσίες του προέδρου σε περιπτώσεις προστασίας της οικονομίας.
Διαβάστε επίσης: Ομοσπονδιακό Δικαστήριο «παγώνει» τους δάσμους Τραμπ: «Υπερβαίνουν την εξουσία του»
Ποιες κυρώσεις μπλοκάρονται
Το δικαστήριο επίσης μπλόκαρε δασμούς που είχαν επιβληθεί σε Κίνα, Μεξικό και Καναδά, με το σκεπτικό ότι ήταν απάντηση στη «μη αποδεκτή» ροή ναρκωτικών και παράνομων μεταναστών προς τις ΗΠΑ, όπως υποστήριζε ο Λευκός Οίκος.
Δεν επηρεάζονται οι δασμοί σε χάλυβα και αλουμίνιο, καθώς υπάγονται σε διαφορετικό νομικό πλαίσιο.
Η αντίδραση του Λευκού Οίκου
Ο Λευκός Οίκος απάντησε με έντονη δήλωση, λέγοντας:
«Δεν είναι δουλειά των μη εκλεγμένων δικαστών να αποφασίζουν πώς να αντιμετωπιστεί σωστά μια εθνική κρίση».
AdvertisementΠαράλληλα, ανακοίνωσε την πρόθεσή του να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης.
Τα επόμενα βήματα
Το δικαστήριο έδωσε διορία 10 ημερών στον Λευκό Οίκο για να ολοκληρώσει τις διοικητικές διαδικασίες για την αναστολή των δασμών – αν και οι περισσότεροι είχαν ήδη τεθεί σε αναστολή.
Ωστόσο, η απόφαση θα πρέπει να περάσει από τη διαδικασία έφεσης, η οποία ενδέχεται να φτάσει μέχρι και το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ.
Αν τελικά όλα τα δικαστήρια επικυρώσουν την απόφαση, τότε οι επιχειρήσεις που πλήρωσαν δασμούς θα δικαιούνται επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλαν, μαζί με τόκους.
Αυτό αφορά και τους λεγόμενους ανταποδοτικούς δασμούς, οι οποίοι είχαν μειωθεί στο 10% για τις περισσότερες χώρες, αλλά είχαν αυξηθεί στο 145% για τα κινεζικά προϊόντα, ποσοστό που στη συνέχεια μειώθηκε στο 30%.
Πηγή: BBC



