Η Κύπρος δεν ήταν ποτέ απλώς ένας τόπος υπηρεσίας για τον Δημήτριο Γεωργάκη, αλλά μια δεύτερη πατρίδα, διατηρούσε στενές σχέσεις με τους στρατιώτες του και τους εφέδρους καταδρομείς και επισκεπτόταν συχνά το νησί, ανέφερε η Υφυπουργός Ναυτιλίας, Μαρίνα Χατζημανώλη, στον λόγο που εκφώνησε εκ μέρους του Προέδρου της Δημοκρατίας, κατά το Μνημόσυνο του Ταγματάρχη Δημήτριου Γεωργάκη, την Κυριακή στον Ιερό Ναό Αποστόλου Παύλου, στην Πάχνα.
Προσέθεσε ότι παρότι αφυπηρέτησε από την Εθνική Φρουρά, δεν σταμάτησε να υπηρετεί την πατρίδα του μέσα από την κοινωνική, αλλά και πολιτική του δραστηριότητα, αλλά αντιθέτως, ανέλαβε νέους ρόλους και συνέχισε να προσφέρει με την πείρα του και την αφοσίωσή του.

Σύμφωνα με την κ. Χατζημανώλη, επρόκειτο για έναν άνθρωπο που υπηρέτησε «με αφοσίωση, σθένος και ανιδιοτέλεια τόσο τη χώρα του όσο και την Κύπρο, την οικογένειά του και τη γενέτειρά του, τη Λάρισα, αφήνοντας ανεξίτηλη τη σφραγίδα και το αποτύπωμά του σε όλους».
Όπως ανέφερε, ο Δημήτρης Γεωργάκης γεννήθηκε το 1950 στη Λάρισα. Το 1969 ξεκίνησε τη φοίτησή του στη Σχολή Ευελπίδων, από όπου αποφοίτησε το 1973 με τον βαθμό Ανθυπολοχαγού Διαβιβάσεων, ενώ τα πρώτα βήματα στην καριέρα του τον οδήγησαν για ένα χρόνο στην Καβάλα και ακολούθως, μέχρι και το 1976 στη Δράμα και την Ξάνθη.
Το 1976 μετατίθεται στην Κύπρο, στον 51ο λόχο διαβιβάσεων Νήσου, όπου θα υπηρετήσει μέχρι και το 1978, και, όπως έλεγε και ο ίδιος, παρόλο που μπορεί να έζησε τα γεγονότα του 1974 από μακριά, κατά τη διάρκεια αυτών των δύο χρόνων στην Κύπρο άκουσε τα πάντα από αυτούς που πολέμησαν και άφησαν συμπολεμιστές πίσω τους.
«Για δύο χρόνια υπηρέτησε με σθένος την αποστολή της επιχειρησιακής προστασίας της πατρίδας μας. Η Κύπρος δεν ήταν ποτέ απλώς ένας τόπος υπηρεσίας για αυτόν, αλλά μια δεύτερη πατρίδα. Διατηρούσε στενές σχέσεις με τους στρατιώτες του και τους εφέδρους καταδρομείς και επισκεπτόταν συχνά το νησί», σημείωσε σχετικά.
Συμπλήρωσε ότι αφού ολοκλήρωσε τη θητεία του στην Κύπρο, επέστρεψε στην Ξάνθη με τον βαθμό του Λοχαγού, όπου υπηρέτησε μέχρι και το 1980, όταν και παντρεύτηκε την αγαπημένη του Έρη.

Ακολούθησε το Χαϊδάρι και έπειτα η Κοζάνη και το Μεγάλο Πεύκο στη Σχολή Καταδρομέων, «όπου η στρατιωτική του παρουσία απέκτησε ακόμα μεγαλύτερο κύρος, ενώ η καριέρα του συνεχίστηκε με μεταθέσεις και εξαιρετικές επιδόσεις», καθώς το 1987 με τον βαθμό του ταγματάρχη μπήκε στην Ανώτατη Σχολή Πολέμου, κατακτώντας την 3η θέση και μετατέθηκε στη στρατιωτική σχολή της Χαλκίδας μέχρι και το 1993, ενώ με τον βαθμό του Συνταγματάρχη θα υπηρετήσει το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας (ΓΕΕΘΑ) για 2 χρόνια.
«Αποστρατεύτηκε το 1996, όμως δεν έχασε ποτέ επαφή με την οικογένειά του στην Εθνική Φρουρά, ενώ έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τους συναδέλφους του. Διετέλεσε Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ειδικών Δυνάμεων, Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Αλεξιπτωτιστών, καθώς και Πρόεδρος της Λέσχης Ελλήνων Καταδρομών Θεσσαλίας. Η προσφορά του στον στρατό αλλά και στη στήριξη των συναδέλφων του καταδρομέων, τόσο στην Ελλάδα και όσο και στην Κύπρο, υπήρξε αδιάκοπη και ανιδιοτελής», ανέφερε στη συνέχεια η Υφυπουργός.
Προσέθεσε ότι κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής σταδιοδρομίας του τιμήθηκε με Μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας Γ’ και Β’ Τάξεως, Μετάλλιο Ευδόκιμου Διοικήσεως Β Τάξεως, Μετάλλιο Υπηρεσίας Αξιωματικού Επιτελούς Β’ Τάξεως, Χρυσό Σταυρό Τάγματος του Φοίνικα και Χρυσό Σταυρό Τάγματος της Τιμής.
«Ο Δημήτρης Γεωργάκης υπήρξε πρότυπο αφοσίωσης και δυναμισμού τόσο για τους στρατιωτικούς όσο και για τους συμπολίτες του. Η μαχητικότητά του, η αγάπη του για την πατρίδα, και η αφοσίωσή του στην οικογένεια και στην κοινότητα θα μείνουν ανεξίτηλες στη μνήμη όλων όσοι τον γνώρισαν. Τον Σεπτέμβριο του 2024 άφησε την τελευταία του πνοή, ύστερα από μάχη με τον καρκίνο. Αν και η ασθένεια τον ταλαιπώρησε, εκείνος δεν σταμάτησε να αγωνίζεται. Στην καρδιά του, η μάχη αυτή είχε μια και μόνο κατεύθυνση: να δώσει το καλύτερο παράδειγμα για το τι σημαίνει να πολεμάς, να αγαπάς και να υπηρετείς», σημείωσε κλείνοντας.