Toυ Δρ. Κυριάκου Α. Κενεβέζου
Η πρόσφατη συνέντευξη του Νίκου Χριστοδουλίδη δεν ήταν μια τυπική δημόσια τοποθέτηση, αλλά μια απογυμνωμένη αντανάκλαση του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται την εξουσία, τον ρόλο του και τη σχέση του με την κοινωνία και τα κόμματα που τον στήριξαν.
Ολόκληρη η παρουσία του ανέδειξε για ακόμη μια φορά ότι το βασικότερο του μέλημα είναι η προσωπική του εικόνα και η διατήρηση και το 2028. Κάθε αναφορά του, κάθε επιμονή του στη φράση «δεν δέχομαι κριτική για την εντιμότητα και τη διαφάνεια» δεν φανερώνει τίποτε άλλο παρά την αγωνιώδη προσπάθεια να παρουσιαστεί ως ο αδιάφθορος, ως ο «καθαρός» ηγέτης, λες και το αυτονόητο αποτελεί κατόρθωμα, λες και η διαφάνεια είναι προνόμιο και όχι υποχρέωση.
Την ίδια στιγμή, με κυνικό τρόπο, αποστασιοποιείται από τα κόμματα του κεντρώου χώρου, τον θεσμικό βραχίονα που τον ανέδειξε στην εξουσία το 2023. Τους αντιμετωπίζει ως αναλώσιμους, ως προσωρινούς συμμάχους που ολοκλήρωσαν τον σκοπό τους. Δεν αισθάνεται ότι κρίνεται από τις βουλευτικές του 2026, δεν αντιλαμβάνεται ότι η δική του πολιτική ευθύνη συνδέεται με το μέλλον των πολιτικών δυνάμεων που τον ανέδειξαν. Αντίθετα, δείχνει να επιδιώκει έναν πλήρη απογαλακτισμό, μια απεξάρτηση από τον χώρο που τον στήριξε πολιτικά, ώστε να μη βρεθεί ποτέ υπόλογος για το αποτέλεσμά του.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Άλλο καλός δεύτερος, και άλλο πρώτος!
Σαν να μην του αρκεί η αποστασιοποίηση, προχωρεί και σε επίδειξη οίησης απέναντι στον ΔΗΣΥ. Επικαλείται την πολιτική του καταγωγή, επιβεβαιώνει ξανά και ξανά τη σχέση του με ένα κόμμα που σήμερα βρίσκεται στην αντιπολίτευση, την ώρα που τα κόμματα του κεντρώου χώρου συγκυβερνούν μαζί του. Αυτό δεν είναι απλώς αντίφαση· είναι πρόκληση. Είναι μια έπαρση που ουσιαστικά απαξιώνει τους εταίρους του, μια δήλωση ότι δεν χρειάζεται να λογοδοτήσει ούτε στους τωρινούς ούτε στους πρώην συνοδοιπόρους του. Και σαν να μην έφτανε αυτό, επιχειρεί να εμφανιστεί ως ηγέτης που έχει αποκτήσει ανοσία στην κριτική, λέγοντας μάλιστα, με μια απίθανη αίσθηση αυταρέσκειας, ότι «έχει κάνει πολλά αντισώματα για να μην ασχολείται », λες και η ανοσία στην κοινωνική κριτική είναι προϊόν που μπορεί κανείς να φτιάξει και να φορέσει κατά παραγγελία. Μα αυτό δεν είναι ένδειξη ωριμότητας, είναι εκδήλωση απάθειας, σημάδι ότι η φωνή της κοινωνίας δεν τον αφορά.
Αν η κριτική δεν επηρεάζει, τότε ποια είναι η χρησιμότητά της; Αν η πολιτική χαράσσεται ερήμην των ανησυχιών και των αντιδράσεων, τότε μιλάμε για έπαρση, για οίηση που φλερτάρει με την πλήρη αποκοπή από την πραγματικότητα.
Η εικόνα που αναδύεται από τη συνέντευξη δεν είναι εκείνη ενός Προέδρου που αφουγκράζεται, που αναλαμβάνει ευθύνες, που σέβεται τους συμμάχους του. Είναι η εικόνα ενός Προέδρου που μονότονα επαναλαμβάνει το αυτονόητο της εντιμότητας, που αγωνιά για το 2028, που αποκηρύσσει όσους τον ανέδειξαν, που προκαλεί με τον τρόπο του τον ΔΗΣΥ και που επιδεικνύει μια αλαζονική αδιαφορία απέναντι στην κριτική.
Για τον κεντρώο χώρο, αυτή η στάση δεν μπορεί να μένει αναπάντητη. Δεν μπορεί να αποδεχθεί να εργαλειοποιείται, να θεωρείται προσωρινό δεκανίκι και στη συνέχεια να παραμερίζεται. Ο κεντρώος χώρος δεν φέρει απλώς το ιστορικό βάρος του· φέρει την ευθύνη για την επιβίωσή του στις βουλευτικές του 2026, γιατί αν δεν επιβιώσει, το πολιτικό σκηνικό από το 2026 έως το 2028 θα τον αποκλείσει πλήρως από τις εξελίξεις ή θα του αναγνωρίσει μόνο επουσιώδη ρόλο, με αποτέλεσμα η επιρροή του στις πολιτικές που θα ακολουθούνται να είναι ασήμαντη.
Τότε η δεξιά και η αριστερά (και αυτοί πολύ καλά θα κάνουν τη δουλειά τους) θα επιβάλλουν είτε με τον Α τρόπο, είτε με τον Β τρόπο τις πολιτικές τους επιλογές, αφήνοντας τον κεντρώο χώρο στο περιθώριο, και έρμαιο της συνεχώς εξελισσόμενης και υπό άνθηση νέας δομής πολιτικών οντοτήτων με πολυποίκιλες καταβολές.
Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα που καθορίζει όχι μόνο το μέλλον του κεντρώου χώρου αλλά και τη δυναμική του πολιτικού σκηνικού στο σύνολό του.



