Τα πλήθη σηκώνoνται όρθια για να ζητωκραυγάσουν τους 48 παράτολμους άντρες που αψηφούν τα πέτρινα δόντια του χάροντα πάνω στα οποία τρίβονται ακατάπαυστα οι τροχοί των βολίδων τους, με τον βρυχηθμό των κινητήρων τους να σμίγει σαν κεραυνός με το κλάμα του καουτσούκ, ντύνοντας τον αέρα με άρωμα αγωνίας και δόξας.
Δύο άντρες σε κάθε βολίδα, ένας πιλότος και ένας μηχανικός (ο οποίος κάθεται ακάλυπτος δίπλα του, με μόνη πανοπλία το θάρρος) έχουν αφήσει ο καθένας στο σπίτι γυναίκα, παιδιά και τις ανάσες εκείνων που προσεύχονται σιωπηλά για την επιστροφή τους, προκειμένου να αναμετρηθούν με τον χάροντα και να αποδείξουν πως αξίζει κανείς να ζει μόνο αν τολμά να πεθάνει.



