Οι σκληρές αλήθειες για τα ακριβά καύσιμα

Δευτέρα, 3/7/2023 - 08:09
Γιώργος Γεωργίου
Δημοσιογράφος οικονομικού ρεπορτάζ

Μετά από σημαντικές αυξήσεις στο κόστος για τα καύσιμα, αυτό το ο οποίο σώζει την εκάστοτε κυπριακή κυβέρνηση από διαμαρτυρίες ανάλογες με αυτές στη Γαλλία από τα «κίτρινα γιλέκα», είναι τα φθηνότερα καύσιμα από τα κατεχόμενα. Είναι για αυτό που όσο και αν διαμαρτύρονται οι πρατηριούχοι, όσο και αν δεν αρέσει στο τμήμα φορολογία να χάνει εκατομμύρια από τα έσοδα του, κανείς δεν θα τολμήσει να εμποδίσει τους απελπισμένους ή επιτήδειους από το να γεμίζουν το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου τους από την άλλη πλευρά.

Τα άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2003, λειτούργησε και ακόμη λειτουργεί για τις δύο πλευρές ως η βαλβίδα αποσυμπίεσης στη χύτρα ταχύτητας, που βοηθά να κρατηθούν οι ισορροπίες, κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές και στις δύο πλευρές. Σε ότι αφορά το οικονομικό κομμάτι, για τους Ελληνοκύπριους, τα κατεχόμενα υπήρξαν για αρκετούς η φθηνή επιλογή για τα καύσιμα. Νοικοκυριά που πιέζονται οικονομικά, επιχειρήσεις με δυσβάσταχτο κόστος ενέργειας αλλά και μεσσία στρώματα με μειωμένα ή «παγωμένα» εισοδήματα και πολίτες από όλο το πολιτικό και ιδεολογικό φάσμα, επιλέγουν ή αισθάνονται πως δεν έχουν άλλη επιλογή, από το να γεμίζουν τα αυτοκίνητα τους με βενζίνη και πετρέλαιο, από τα πρατήρια πέραν από την πράσινη γραμμή.

Μάλιστα, κάποιοι από αυτούς, αν δεν είχαν αυτήν την πρόσβαση, πιθανότητα δεν θα μπορούσαν να κινήσουν το αμάξι τους, δεν θα μπορούσαν να εργαστούν ή να παράγουν τα προϊόντα τους. Αλλά ακόμη και αυτοί που είτε λόγο απόστασης από τα οδοφράγματα ή γιατί αντέχει η τσέπη τους και η «εθνική τους συνείδηση», να μην αγοράζουν τα καύσιμα τους από τα τουρκοκυπριακά πρατήρια, και αυτοί  εμμέσως επωφελούνται. Αυτό συμβαίνει γιατί κάποιες από τις υπηρεσίες και τα προϊόντα που απολαμβάνουν, θα ήταν ακριβότερα ή και πιο σπάνια αν δεν υπήρχε το φθηνότερο κόστος ενέργειας από τα κατεχόμενα.

Όλα αυτά βέβαια συμβαίνουν γιατί το οικονομικό μοντέλο ειδικά εδώ στην Κύπρο, είναι απόλυτα συνυφασμένο με τη χρήση ιδιωτικών οχημάτων και φθηνών καυσίμων. Μόνο που δεν είμαστε ούτε κράτος με αυτοκινητοβιομηχανία, ούτε πετρελαιοπαραγωγοί. Όπως και στη γαλλική επαρχία από όπου ξεκίνησαν οι διαμαρτυρίες του 2018 για τις αυξήσεις στα καύσιμα, έτσι και στην Κύπρο, το αυξημένο κόστος στα καύσιμα, ως μέρος της «πράσινης» μετάβασης, δεν είναι συμβατό με το μέχρι τώρα οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο. Δεν μπορείς δηλαδή χωρίς να παρέχεις καλό δίκτυο μαζικών μεταφορών, φθηνά ηλεκτρικά αυτοκίνητα και δρόμους και νόμους που να ευνοούν πεζούς, ποδηλάτες και τώρα τα πατίνια, να απαιτείς να «τιμωρείς» ή να περιορίζεις τη χρήση του αυτοκινήτου.

Τώρα, σε ότι αφορά τους πρατηριούχους, οι οποίοι έστησαν την επιχείρηση τους έχοντας το μονοπώλιο σε μια κοινωνία εξαρτημένη από τα καύσιμα τους, τα νέα σαφώς και δεν είναι καλά. Το επάγγελμα τους είναι καταδικασμένο τα επόμενα χρόνια να συρρικνωθεί όχι (μόνο) γιατί ο ανταγωνισμός από τα κατεχόμενα είναι άνισος, όχι (μόνο) γιατί οι πράσινες φορολογίες θα τσακίσουν τους πελάτες τους, αλλά γιατί έστω και οι τελευταίοι στην ΕΕ, θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε για τις μεταφορές μας μέσα φιλικότερα προς το περιβάλλον. Δηλαδή, αν σήμερα έχουν χάσει μερικές χιλιάδες πελάτες από τους ανταγωνιστές τους στα κατεχόμενα, την επόμενη δεκαετία με βάση τους σχεδιασμούς και τις πράσινες υποχρεώσεις που έχουμε, θα έχουν απωλέσει την ίδια την αγορά καυσίμων όπως την ξέρουν σήμερα και καμία φοροελάφρυνση δεν θα τους σώσει. Για την ώρα ωστόσο, η επαναφορά του φόρου στα καύσιμα, θα στείλει κάποιους από αυτούς, μια ώρα νωρίτερα στο ταμείο ανεργίας.

Όσο λοιπόν και αν δεν τους αρέσει, αυτό που πραγματικά χρειάζονται είναι να προσαρμοστούν με αυτές τις πραγματικότητες, ακόμη και αν αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να αλλάξουν επάγγελμα. Καθώς, ακόμη και αν καταφέρουν (που δεν) να εμποδίσουν τη χρήση καυσίμων από τα κατεχόμενα, το μονοπώλιο που είχαν στα καύσιμα κίνησης θα έχει τελειώσει οριστικά. Το καλύτερο που μπορεί να κάνει η συντεταγμένοι πολιτεία για αυτούς, είναι να είναι ειλικρινής μαζί τους και να τους βοηθήσει να προσαρμοστούν ή να αναπτύξουν νέες δεξιότητες. Όσο για τους πολίτες, αυτό που πραγματικά χρειάζονται είναι περισσότερα και πιο γρήγορα σημεία διέλευσης και ένα κράτος που να επενδύει σε αξιόπιστες εναλλακτικές μορφές μετακινήσεων.