Φρένο ΠτΔ για ίσα δικαιώματα μόνιμων εκπαιδευτικών και αορίστου χρόνου

Δευτέρα, 17/10/2022 - 14:51
Μικρογραφία

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέπεμψε σήμερα  για επανεξέταση τον «περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικό) Νόμο του 2022», ο οποίος ψηφίστηκε σε Νόμο από τη Βουλή των Αντιπροσώπων στις 22 Σεπτεμβρίου 2022.

Σκοπός του υπό αναπομπή Νόμου, είναι η τροποποίηση του βασικού νόμου, ώστε να εισαχθεί στο βασικό νόμο, το νέο άρθρο 47Α, το οποίο προβλέπει ότι οι εκπαιδευτικοί που εργάζονται με το καθεστώς αορίστου χρόνου, στη δημόσια εκπαίδευση, να απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα με τους μόνιμους εκπαιδευτικούς λειτουργούς, όσον αφορά τις άδειες ασθενείας και τα ωφελήματα αφυπηρετήσεως, ως επίσης και τον καθορισμό από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, των λοιπών όρων απασχόλησης των εκπαιδευτικών αορίστου χρόνου κατ' αναλογία της ισχύουσας πρακτικής που ακολουθείται στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία, για τους μόνιμους εκπαιδευτικούς λειτουργούς καθώς και ότι δεν τερματίζονται οι υπηρεσίες τους, για λόγους πλεονασμού, βάσει των διατάξεων του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν.24/1967).

Ειδικότερα, ο υπό αναπομπή Νόμος, προβλέπει ότι, οι εκπαιδευτικοί αορίστου χρόνου, απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα, όσον αφορά την άδεια ασθενείας, με τους μόνιμους εκπαιδευτικούς λειτουργούς, παραβλέποντας ότι οι εκπαιδευτικοί αορίστου χρόνου, υπηρετούν στη βάση έγγραφων συμβάσεων, οι οποίες έχουν μετατραπεί σε αορίστου χρόνου και στις οποίες συμβάσεις, περιλαμβάνονται οι όροι υπηρεσίας τους οι οποίοι όροι, με βάση το άρθρο 32(2) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (στο εξής «ο βασικός νόμος»), αποφασίζονται από τον Υπουργό Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας, σε συνεννόηση με τον Υπουργό Οικονομικών.

 

Καταστρατηγεί την αρχή της διάκρισης των εξουσιών

Όπως αναφέρει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο υπό αναπομπή Νόμος, καταστρατηγεί την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, αφού η νομοθετική εξουσία επεμβαίνει στην άσκηση των εξουσιών της εκτελεστικής εξουσίας και συγκεκριμένα του Υπουργού Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας, ο οποίος σε συνεννόηση με τον Υπουργό Οικονομικών, καθορίζουν και αποφασίζουν, τα ζητήματα αυτά, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται το Άρθρο 58 του Συντάγματος.  Με τον υπό αναπομπή Νόμο, η Νομοθετική Εξουσία επεμβαίνει στον τομέα αρμοδιότητας της Εκτελεστικής Εξουσίας, κατά παράβαση της αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών. Συγκεκριμένα, ο υπό αναπομπή Νόμος, όπως θεσπίστηκε, εμπεριέχει στοιχεία διοικητικής λειτουργίας και, ως εκ τούτου, καταστρατηγεί τη συνταγματική αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών (Αναφορά 1/2013, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων, ημερ. 11.6.2014, Αναφορά αρ. 1/2015, Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Βουλή των Αντιπροσώπων, ημερομηνίας 3 Δεκεμβρίου 2015).  Η Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών απαγορεύει και αποκλείει την άσκηση ή την ανάληψη εξουσίας έξω από την σφαίρα των αρμοδιοτήτων της κάθε μιας από τις τρεις εξουσίες της πολιτείας. Η άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας δεν πρέπει να επηρεάζεται από παρεμβολές της νομοθετικής εξουσίας.

Ο καθορισμός των δικαιωμάτων και ωφελημάτων των εκπαιδευτικών αορίστου χρόνου, αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα του εργοδότη τους, (δηλαδή της εκτελεστικής εξουσίας) και δέον όπως μη επεμβαίνει η νομοθετική εξουσία, στον καθορισμό των όρων εργοδότησης τους.

Ειδικότερα, η πρώτη επιφύλαξη του νέου άρθρου 47Α του υπό αναπομπή Νόμου, πέραν της νομικής ασάφειας που εμπεριέχει, η οποία θα οδηγήσει σε ερμηνευτικές δυσκολίες, προσκρούει επίσης στο άρθρο 32(2) του βασικού νόμου, το οποίο καθορίζει ότι η διάρκεια της σύμβασης, η αμοιβή και λοιποί όροι του διορισμού εκπαιδευτικών δυνάμει σύμβασης, αποφασίζονται από τον Υπουργό Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας σε συνεννόηση με τον Υπουργό Οικονομικών και συνεπώς δεν μπορούν να καθορίζονται, ως προνοείται στο άρθρο 47Α του υπό αναπομπή Νόμου, από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας. Οι δε συμβάσεις που έχουν συναφθεί με τους εργοδοτουμένους αορίστου χρόνου εκπαιδευτικούς, περιλαμβάνουν όρους, όπως είναι για παράδειγμα, το δικαίωμα του εργοδότη για τερματισμό της απασχόλησης, δυνάμει των διατάξεων του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου. Η δε απασχόληση, όπως επίσης προβλέπεται στις συμβάσεις αυτές, δεν παρέχει δικαίωμα στον εργοδοτούμενο αορίστου χρόνου εκπαιδευτικό, σε μόνιμο διορισμό.

Επιπροσθέτως, η εισαγωγή με τον υπό αναπομπή Νόμο, της επιφύλαξης, σύμφωνα με την οποία, απαγορεύεται ο καθ' οιονδήποτε χρόνο τερματισμός των υπηρεσιών εκπαιδευτικού αορίστου χρόνου λόγω πλεονασμού, βάσει των διατάξεων του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου επεμβαίνει στον τομέα αρμοδιότητας της Εκτελεστικής Εξουσίας.

Λαμβάνοντας υπόψη δε, την φύση των καθηκόντων των εκπαιδευτικών, ήτοι ότι ένας καθηγητής μιας συγκεκριμένης ειδικότητας δεν δύναται να κληθεί να εκτελέσει καθήκοντα καθηγητή άλλης ειδικότητας, πρέπει να συνεχίσει να υφίσταται η δυνατότητα τερματισμού εκπαιδευτικού αορίστου χρόνου όταν προκύψει πλεονασμός. Η δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία, εξαιρέθηκε από τον περί της Ρύθμισης της Απασχόλησης Εργοδοτουμένων Αορίστου και Εργοδοτουμένων Ορισμένου Χρόνου στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμο του 2016 (Ν. 70(Ι)/2016), για το λόγο αυτό αλλά και για το γεγονός ότι, οι εκπαιδευτικοί διέπονται από άλλο καθεστώς απασχόλησης, σε σύγκριση με τους δημόσιους υπαλλήλους, λόγω και της φύσης του έργου που αυτοί επιτελούν.

Επομένως, η προσθήκη της εν λόγω επιφύλαξης, έρχεται σε σύγκρουση και με τις διατάξεις του Ειδικού Νόμου που ρυθμίζει τα θέματα αορίστου χρόνου εργοδοτουμένων (ο περί της Ρύθμισης της Απασχόλησης Εργοδοτουμένων Αορίστου και Εργοδοτουμένων Ορισμένου Χρόνου στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 2016 (Ν. 70(Ι)/2016) και ο οποίος ειδικός νόμος, υπερέχει του γενικού νόμου.

Επιπρόσθετα, ο υπό αναπομπή Νόμος, καταστρατηγεί και την αρχή της ισότητας όπως αυτή προστατεύεται από το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος. Επιδιώκεται δηλαδή, με τον υπό αναπομπή Νόμο η εξίσωση και εξομοίωση των ωφελημάτων αφυπηρέτησης των εκπαιδευτικών αορίστου χρόνου με τους μόνιμους εκπαιδευτικούς λειτουργούς.

Τούτο, παραβιάζει το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος, αφού οι εργοδοτούμενοι αορίστου χρόνου, δεν απολαμβάνουν ίδια ωφελήματα αφυπηρέτησης με τους μόνιμους εκπαιδευτικούς λειτουργούς. Ο υπό αναπομπή Νόμος, θα έχει ως αποτέλεσμα, να τύχουν της ίδιας μεταχείρισης, οι μόνιμοι εκπαιδευτικοί λειτουργοί με τους εκπαιδευτικούς αορίστου χρόνου, παρ' όλο ότι αυτοί ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες εργοδοτουμένων.

Ενδεχομένως η ρύθμιση αυτή να προκαλέσει ανισότητα και μεταξύ των εκπαιδευτικών αορίστου χρόνου με τους εργοδοτούμενους αορίστου χρόνου στη δημόσια υπηρεσία.

Η παραχώρηση των ίδιων δικαιωμάτων για τις άδειες ασθενείας, με βάση τον υπό Αναπομπή Νόμο, αλλά και των ωφελημάτων αφυπηρετήσεως, χωρίς αυτό να αποφασίζεται από τον Υπουργό Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας σε συνεννόηση με τον Υπουργό Οικονομικών, καθώς και η απαγόρευση τερματισμού των υπηρεσιών των εκπαιδευτικών αορίστου χρόνου, λόγω πλεονασμού, θα επιφέρει αύξηση των δαπανών του Κράτους, αφού το Κράτος θα κληθεί να καταβάλει παροχές και εισφορές στα διάφορα Ταμεία, που διαχειρίζονται ή έχουν την ευθύνη είσπραξης εισφορών και/ή καταβολής μισθών και ωφελημάτων σε εκπαιδευτικούς αορίστου χρόνου.

Επομένως η ψήφιση του υπό αναπομπή Νόμου, συνεπάγεται επιβάρυνση του Πάγιου Ταμείου της Δημοκρατίας και αύξηση των εξόδων του Προϋπολογισμού, κατά παράβαση των διατάξεων του Άρθρου 80 του Συντάγματος.

Οι πρόνοιες του υπό αναπομπή Νόμου, επιφέρουν αύξηση των κατά τα άλλα προβλεπόμενων δαπανών, προσκρούουν στις διατάξεις του Άρθρου 80.2 του Συντάγματος και ως εκ τούτου είναι αντισυνταγματικές καθώς και ασύμβατες με την αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, εφόσον, επεμβαίνει η Νομοθετική Εξουσία, στην διαμόρφωση του προϋπολογισμού του Κράτους, κάτι για το οποίο αποκλειστική ευθύνη έχει η Εκτελεστική Εξουσία.

Επιπροσθέτως, οι τροποποιήσεις με βάση τον υπό αναπομπή Νόμο, εισήχθησαν στο Μέρος Πέμπτο του βασικού νόμου, το οποίο Mέρος τιτλοφορείται «Δικαιώματα και Ωφελήματα Εκπαιδευτικών Λειτουργών».

Σύμφωνα με τον ορισμό του όρου «εκπαιδευτικός λειτουργός», όπως αυτός προβλέπεται στο άρθρο 2 του βασικού νόμου, εκπαιδευτικός λειτουργός σημαίνει τον «κατέχοντα θέσιν εις τη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία» και συνάγεται ότι ο όρος αυτός περιλαμβάνει μόνο τους εκπαιδευτικούς λειτουργούς, οι οποίοι έχουν μόνιμο διορισμό και έχουν αναλάβει τα καθήκοντά τους. Ως εκ τούτου, τα ζητήματα που αφορούν στους συμβασιούχους εκπαιδευτικούς, δεν δύνανται όπως ενταχθούν ως υποκατηγορία μέρους του βασικού νόμου, ο οποίος εφαρμόζεται σε εκπαιδευτικούς λειτουργούς δηλαδή σε λειτουργούς που κατέχουν μόνιμη θέση. Αυτό καταστρατηγεί το γράμμα και το πνεύμα του βασικού νόμου.