Χουλιγκανισμός: Από το «εγώ» στη φονική ψυχολογία της μάζας

Σάββατο, 12/8/2023 - 10:47
Ψ

Ου φονεύσεις... Η απόλυτα καταδικαστέα πράξη. Ακόμη και από βιβλικής απόψεως η απαγόρευση της αφαίρεσης μιας ανθρώπινης ζωής είναι ρητή και σαφής. Ως έγκλημα, δικαίως κατατάσσεται στο ειδεχθέστερο όλων, γιατί προσβάλλει το σημαντικότερο έννομο αγαθό – αυτό της ζωής – και μάλιστα μη αναστρέψιμα.

Πόσοι από εμάς θα μπορούσαν να διαπράξουν φόνο; Κατά τον Φρόυντ, όλοι! Θα συμφωνήσω γιατί πραγματικά πιστεύω ότι κάτω από ιδιάζουσες συνθήκες, όλοι θα μπορούσαμε να γίνουμε θύτες ενός τέτοιου εγκλήματος.

Ωστόσο είναι πέρα για πέρα σαφές, ότι το να φτάσει ένας άνθρωπος στον φόνο δεν είναι ούτε απλό, ούτε εύκολο, ούτε φυσικά μπορεί να γίνει ελαφρά τη καρδία. Αν ήταν έτσι, το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας θα διαβιούσε έγκλειστο σε σωφρονιστικά ιδρύματα και έξω θα παρέμενε η μειοψηφία.

Ο φόνος, ναι, μπορεί να αποτελεί το χείριστο των εγκλημάτων, ωστόσο οι συνθήκες, ο τρόπος, το κίνητρο, η ταυτότητα θύματος και θύτη, είναι χαρακτηριστικά που κάνουν κάθε περίπτωση ιδιαίτερη, τόσο στα μάτια της κοινωνίας, όσο και στα μάτια του νόμου. Διαφορετική απαξία αποδίδεται στον πατέρα που σκοτώνει τον βιαστή του παιδιού του και διαφορετική στον βιαστή που σκοτώνει το θύμα του για να μην αφήσει πίσω του μάρτυρες. Η διαβάθμιση της ευθύνης και κατ’ επέκταση της νομικής απαξίας, τις περισσότερες φορές αντικατοπτρίζεται ανάλογα στα μάτια της κοινωνίας, υπό την μορφή του κοινού αισθήματος δικαίου.

Από την άλλη, η κατανόηση ανθρώπινων συμπεριφορών δεν παρουσιάζει πάντα την ίδια δυναμική, αφού όσο πιο ακατανόητη είναι μια πράξη, τόσο πιο δύσκολα γίνεται αποδεκτή. Με τον ίδιο τρόπο βλέπουμε να αντιμετωπίζεται και το κοινωνικό φαινόμενο του εγκλήματος. Όσο πιο ακατανόητη είναι μια παραβατική συμπεριφορά, τόσο δυσκολότερα μπορεί να γίνει αποδεκτή, ή τουλάχιστον να αιτιολογηθεί ως έναν βαθμό από την κοινωνία που την εισπράττει στα «σπλάχνα» της.

Το να φτάσει κάποιος στον φόνο για μία θέση πάρκινγκ είναι αδιανόητο κι όμως έχει γίνει. Άβυσσος, όπως πολύ σωστά λένε, η ψυχή του ανθρώπου... Η ανθρώπινη συμπεριφορά και η εγκεφαλική λειτουργία που τη διαμορφώνει εξακολουθούν να αποτελούν ανεξερεύνητα νερά γεμάτα εκπλήξεις.

Η φονική επίθεση χούλιγκανς που είχε ως αποτέλεσμα τον φρικτό θάνατο ενός οπαδού στην Ελλάδα έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας - εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον - ακατανόητης πράξης. Ποια είναι αυτά τα χαρακτηριστικά; Πρώτον, η ασημαντότητα του κινήτρου. Δεύτερον, η φερόμενη συμμετοχή σ' αυτό το έγκλημα περισσοτέρων ανθρώπων που όλοι μαζί δεν φαίνεται να είχαν προηγουμένως καμία σχέση με το θύμα. Τρίτον, ο τρόπος εκτέλεσης. Η εξόντωση ενός ανθρώπου με μια σφαίρα είναι πρακτικά πολύ ευκολότερη, από την εξόντωσή του με γυμνά χέρια. Για να σκοτώσεις έναν άνθρωπο με τα χέρια, χρειάζεται κόπος, χρόνος και ένα συνεχιζόμενο φονικό ένστικτο που δεν διακόπτεται μέχρι το θύμα να ξεψυχήσει.

9

Όλα τα παραπάνω κάνουν τον φόνο στη Νέα Φιλαδέλφεια και ιδιαίτερο και ακατανόητο. Το ίδιο ιδιαίτερος και ακατανόητος ήταν και ο φόνος του Ζακ Κωστόπουλου στην Ελλάδα. Ενός νεαρού που ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου το 2018 στην πλατεία Ομονοίας στην Αθήνα.

Οι δύο αυτές υποθέσεις διαφέρουν σε αρκετά σημεία, αλλά μοιράζονται και κάποια κοινά που θα μπορούσαν ίσως να δώσουν απαντήσεις στο «γιατί» συνέβησαν.

Η ψυχολογία των μαζών: Όταν το «εγώ» υποχωρεί μπροστά στο «εμείς»

Ο τρόπος εκτέλεσης ενός εγκλήματος μπορεί να συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της προμελέτης, μπορεί όμως να δείχνει και παρορμητισμό.

Βέβαια, το ότι ένα έγκλημα δεν είναι προμελετημένο, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι διαπράχθηκε και εν βρασμώ. Η τελευταία αυτή ιδιότητα στο πρόσωπο του δράστη απαιτεί συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της ψυχικής του κατάστασης υπό την μορφή ψυχικής υπερδιέγερσης που προκαλείται από την αιφνίδια υπερένταση κάποιου συναισθήματος ή πάθους η οποία, χωρίς να φθάνει μέχρι τη διατάραξη της συνείδησης, ώστε να αποκλείει ή να μειώνει την ικανότητα για καταλογισμό, αποκλείει τη σκέψη για στάθμιση των αιτίων που ωθούν στην τέλεση της πράξης, ή συγκρατούν από την τέλεση αυτής.

Το έγκλημα στη Νέα Φιλαδέλφεια διαπράχθηκε για μία ασήμαντη κοινωνικά αφορμή, αυτή των οπαδικών διαφορών και μάλιστα από άγνωστους κατά αγνώστων. Για να αντιληφθούμε το παράδοξο της υπόθεσης, ας φανταστούμε  ότι κάποιος έρχεται και μάς ζητά να ξυλοκοπήσουμε άγρια έναν άγνωστο. Το κάνουμε; Το πιθανότερο, όχι. Εκτός κι αν με κάποιον μαγικό τρόπο, μας έχει υπνωτίσει και ως άλογα όντα, εκτελούμε τις όποιες εντολές μάς δίνει. Η ψυχολογία των μαζών, όμως, εκδηλώνεται ως μία τέτοια μορφή «υπνωτισμού», υπό το κράτος του οποίου εξανεμίζεται το «εγώ» και τη θέση του παίρνει ένα πρωτόγονο «εμείς».

 Ο Gustave Le Bon στο βιβλίο του «Η ψυχολογία των μαζών» του 1895 ισχυρίζεται ότι «ένα άτομο βυθισμένο για κάποιο χρονικό διάστημα σ' ένα πλήθος βρίσκεται σύντομα – είτε ως συνέπεια της μαγνητικής επιρροής που εκπέμπεται από το πλήθος, είτε από κάποια άλλη αιτία την οποία αγνοούμε – σε μια ειδική κατάσταση, η οποία μοιάζει πολύ με την κατάσταση της γοητείας στην οποία το υπνωτισμένο άτομο βρίσκεται στα χέρια του υπνωτιστή» (van Ginneken, 1992).

Αυτή η ψυχολογία της μάζας (του πλήθους) έχει, σύμφωνα με τον Le Bon, πολλά χαρακτηριστικά όπως παρορμητικότητα, ευερεθιστότητα, ανικανότητα λογικής, απουσία κρίσης, υπερβολή των συναισθημάτων κ.α.. Αυτό που ως μονάδα μπορεί να εμφανίζεται ως ένα καλλιεργημένο, ήρεμο άτομο, μέσα στο πλήθος μπορεί να μεταμορφωθεί σε βάρβαρο ον, υποκινούμενο από ζωώδη ένστικτα.

Αρκετά από τα λεγόμενα του Le Bon αποτέλεσαν θεμέλιο στις σκέψεις του Σίγκμουντ Φρόυντ, όπως αυτές ξετυλίχτηκαν στο σύγγραμμά του «Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του εγώ » του 1921.

Ο Φρόυντ σημείωνε σχετικά, πως το άτομο ως μέρος της μάζας, αποκτά μια αίσθηση άπειρης δύναμης που του επιτρέπει να ενεργεί με παρορμήσεις τις οποίες ως μεμονωμένο άτομο, θα έπρεπε να περιορίσει.

Αυτά τα συναισθήματα δύναμης και ασφάλειας επιτρέπουν στο άτομο όχι μόνο να ενεργεί ως μέρος της μάζας, αλλά και να αισθάνεται ασφάλεια μέσα σε αυτή (safety by numbers). Αυτό, όμως, έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια της συνειδητής του προσωπικότητας και την τάση του ατόμου να «μολυνθεί» από οποιοδήποτε συναίσθημα επικρατεί μέσα στη μάζα. Γενικά η μάζα κατά τον Φρόυντ είναι «παρορμητική, μεταβλητή και ευερέθιστη και ελέγχεται σχεδόν αποκλειστικά από το ασυνείδητο».

Ουσιαστικά αυτό που επικαλείται ο Φρόυντ συμπορευόμενος με την ανάλυση του Le Bon είναι ότι μια ομάδα ανθρώπων χωρίς ιδιαίτερους δεσμούς, πέρα από κάποιο κοινό στοιχείο, μπορεί να οργανωθεί σε μάζα για περιορισμένο χρονικό διάστημα και να δράσει από κοινού με τρόπο εντελώς διαφορετικό από αυτόν που θα δρούσαν τα άτομα ως μονάδες. Στην ομάδα, τη θέση της συνείδησης παίρνει το ασυνείδητο, τη θέση των αναστολών, μια συμπεριφορά χωρίς όρια, τη θέση του έλλογου, το άλογο, τη θέση της εγκράτειας ο παρορμητισμός κ.ο.κ.

FF

Η διάχυση της ευθύνης

Σ' αυτό το ψυχολογικό χάος συναισθημάτων της μάζας μπορεί να αναδυθεί ακόμη ένα φαινόμενο που ελαχιστοποιεί τους φραγμούς των μελών της, εντείνοντας την ορμή του ασυνειδήτου. Πρόκειται για το φαινόμενο της «διάχυσης της ευθύνης» (Kassin et al., 2013), ένα κοινωνικοψυχολογικό φαινόμενο κατά το οποίο το άτομο είναι λιγότερο πιθανό να αναλάβει την ευθύνη για δράση ή αδράνεια όταν είναι παρόντες και άλλοι παρευρισκόμενοι ή μάρτυρες. Το άτομο υπό αυτές τις συνθήκες υποθέτει ότι άλλοι, είτε είναι υπεύθυνοι για την ανάληψη δράσης, είτε το έχουν ήδη κάνει (Ciccarelli & White, 2009).

Στο πλαίσιο της ομάδας, λοιπόν, κάθε μέλος της αισθάνεται μειωμένη ευθύνη απέναντι στα όσα πράττει ή δεν πράττει. Όταν μάλιστα η δράση αυτή μεταφράζεται σε παραβατική συμπεριφορά, η διάχυση της ευθύνης αυξάνει την ηθική απεμπλοκή και τη βοηθητική συμπεριφορά των μελών μιας ομάδας, ενισχύοντας αυτό που πολύ απλά αποκαλούμε «συμπεριφορά αγέλης».

Απανθρωποποίηση

Ως διαδικασία, η απανθρωποποίηση είναι το ακριβώς αντίθετο της προσωποποίησης, όπου άψυχα αντικείμενα είναι προικισμένα με ανθρώπινες ιδιότητες. Η απανθρωποποίηση συνεπώς είναι η διαδικασία κατά την οποία απαξιώνονται ή αφαιρούνται αυτές οι ιδιότητες (betterblokesnz, 2019).

Παρουσιάζεται υπό δύο μορφές: τη ζωώδη απανθρωποποίηση, η οποία χρησιμοποιείται κυρίως σε διαομαδική βάση και την μηχανιστική απανθρωποποίηση, που χρησιμοποιείται κυρίως σε διαπροσωπική βάση (Haslam, 2006).

Η απανθρωποποίηση μπορεί να είναι λεκτική (π.χ. λεκτική κακοποίηση), συμβολική (π.χ. εικόνες) ή σωματική (π.χ. σωματική κακοποίηση).

Στο πλαίσιο της απανθρωποποίησης επικρατεί άγνοια ή αδιαφορία για την ατομικότητα με αποτέλεσμα να μπλοκάρονται ικανότητες όπως η ενσυναίσθηση και η κατανόηση.

Λαμβάνει χώρα σε διάφορους τομείς, διευκολύνεται από το καθεστώς, την εξουσία και την κοινωνική σύνδεση και οδηγεί σε συμπεριφορές όπως ο αποκλεισμός, η βία και η υποστήριξη της βίας εναντίον άλλων.

Στο πλαίσιο συμπεριφορών αγέλης υπό την επικράτηση της ψυχολογίας των μαζών και υπό τη σκιά της διάχυσης ευθύνης, αυτό το στοιχείο της απανθρωποποίησης είναι το κλειδί που ξεκλειδώνει τις ηθικές αναστολές κάνοντας ευκολότερο για ένα άτομο να συμπεριφερθεί απάνθρωπα στον διπλανό του ή να αδιαφορήσει γι’ αυτόν, μένοντας απλός παρατηρητής στην όποια κακοποίησή του.

Τα τρία παραπάνω στοιχεία, ψυχολογία των μαζών, διάχυση ευθύνης, απανθρωποποίηση, στο πλαίσιο ενός συνδυαστικού μοντέλου, μπορούν πολύ εύκολα να διαμορφώσουν το κατάλληλο περιβάλλον για συμπεριφορές έξω από τα όρια της νομιμότητας, του αλληλοσεβασμού και της ενσυναίσθησης. Άτομα, που μεμονωμένα δύσκολα θα προχωρούσαν στη διάπραξη εγκλημάτων, πόσω μάλλον ειδεχθών, φαίνεται εντός ενός τέτοιου περιβάλλοντος να μεταμορφώνονται σε φονικές μηχανές ανίκανες να φρενάρουν κάποια επίθεση ή να παρέμβουν αποτρεπτικά μπροστά σε μία τέτοια.