Στην αύξηση της ποινής φυλάκισης σε 4 χρόνια, έπειτα από έφεση που άσκησε ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, προχώρησε το Εφετείο.
Πρόκειται για μια υπόθεση που αφορά σε αδικήματα που τελέστηκαν το 2004–2005, αλλά καταγγέλθηκαν μόλις το 2021, όταν το θύμα ενηλικιώθηκε και, μετά από ψυχολογική υποστήριξη, κατάφερε να απευθυνθεί στην Αστυνομία.
Το Κακουργιοδικείο είχε αρχικά επιβάλει συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2 ετών και 6 μηνών για τέσσερις κατηγορίες σεξουαλικών αδικημάτων. Ο καταδικασθείς προσέφυγε στο Εφετείο υποστηρίζοντας ότι η ποινή ήταν υπερβολική, και η έφεσή του απορρίφθηκε ως αβάσιμη. Αντίθετα, η έφεση του Γενικού Εισαγγελέα για «έκδηλα ανεπαρκή ποινή» έγινε αποδεκτή, με αποτέλεσμα την αύξηση της ποινής σε 4 χρόνια.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η τοποθέτηση του Εφετείου ως προς τον χρόνο που μεσολάβησε από την τέλεση των αδικημάτων μέχρι την καταγγελία.
Το Δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι η καθυστέρηση δεν μπορεί να λειτουργεί ως παράγοντας μείωσης της αυστηρότητας των ποινών. Όπως σημειώνει στην απόφασή του, «η καθυστέρηση της καταγγελίας και το χρονικό διάστημα που χρειάστηκε για να οδηγηθεί η υπόθεση ενώπιον της Δικαιοσύνης δεν οδηγούν σε κατάργηση της αυστηρότητας με την οποία οφείλουν να τυγχάνουν χειρισμού τέτοιου είδους υποθέσεις». Παράλληλα, αναφέρει ότι ούτε ο χρόνος που διέρρευσε μέχρι την επιβολή της ποινής επηρεάζει το ύψος ή τον χαρακτήρα της.
Το Εφετείο υπογραμμίζει ότι τα εγκλήματα αυτά, λόγω της ιδιαίτερης σοβαρότητάς τους, απαιτούν ποινές «αυστηρές και αποτρεπτικές», καθώς στρέφονται κατά των ηθών και καταρρακώνουν την προσωπικότητα του θύματος.
Η Νομική Υπηρεσία αναδεικνύει την απόφαση ως υπενθύμιση πως τα θύματα δεν πρέπει να αποθαρρύνονται από την παρέλευση χρόνου, ενώ η Δικαιοσύνη παραμένει υποχρεωμένη να αντιμετωπίζει τέτοιες υποθέσεις με τη μέγιστη δυνατή σοβαρότητα.



