Όταν ο Βαγορής "πήρε μιαν ανηφοριά" για το Πάνθεον των Ηρώων (ΒΙΝΤΕΟ)

Κυριακή, 14/3/2021 - 08:10
Μικρογραφία

"Σήκω, Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία"

Μεσάνυχτα 13ης Μαρτίου 1957, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, το αμούστακο παλικάρι από την Τσάδα, οδηγείται στην αγχόνη και "παίρνει μιαν ανηφοριά" για το Πάνθεον των Ηρώων. "Χαίρε ω χαίρε Ελευθεριά" ψάλλει απέναντι στην αγχόνη και δύο λεπτά αργότερα, 14η πλέον Μαρτίου, ο Βαγορής, σε ηλικία 19 μόλις ετών γίνεται ο νεαρότερος αλλά και ο τελευταίος αγωνιστής που απαγχονίστηκε από τους Άγγλους. 

Χρειάστηκαν 9 δευτερόλεπτα από τη στιγμή που άνοιξε η ξύλινη καταπακτή για να "σβήσει" ο Βαγορής, αλλά φρόντισε να αφήσει πίσω του γερή παρακαταθήκη τη θυσία, τα λόγια και τους στίχους του...

σδγ

Ένα νεαρό παλικάρι που ιστορικοί και λογοτέχνες χαρακτήρισαν ως προικισμένο με το θάρρος του Λεωνίδα, την πυγμή του Αυξεντίου και το ποιητικό ταλέντο του Μόντη.

Στο τελευταίο του γράμμα ο Βαγορής έγραψε:

"Θ΄ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί."

δφ

Ο Παλληκαρίδης πιάστηκε να μεταφέρει οπλοπολυβόλο μπρεν και τρεις γεμιστήρες στη Λευκωσία. Στη δίκη του τον ρώτησε ο δικαστής: "Έχεις να είπης τι, διατί να μην σου επιβληθεί ποινή;". Παραδέχτηκε την ενοχή του λέγοντας: "Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα, το έκαμα ως Έλλην Κύπριος, όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο."

Στο ίδιο κελί με τον Βαγορή η Ρίτα Ανθούλη και η Πίτσα Κωνσταντίνου, οι οποίες πιάστηκαν κατά τη διάρκεια επιχείρησης τοποθέτησης βομβών σε αγγλικό στόχο. Όταν ο Βαγορής κλήθηκε να αντιμετωπίσει την αγχόνη, οι δύο αγωνίστριες του φώναξαν από το κελί "Κουράγιο Βαγορή", για να λάβουν την απάντηση "Κουράγιο και σε εσάς, συνεχίστε τον αγώνα".

Του Βαγορή

Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα

μες στης κρεμάλας τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.

Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.

Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης του δεμένος,

οι νιοι συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν,

η νια που τον ορμήνευε δεν άκ’σε νυχτοπούλι.

Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.

Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.

Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο,

ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,

και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.

Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.

Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η τρίτη που διαβάζει,

μπαίνει κι η πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.

– Παρόντες όλοι;

– Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.

– Παρόντες, λέει ο δάσκαλος · και με φωνή που τρέμει:

– Σήκω, Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.

Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,

αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει

να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.

– Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα, πάντα πρώτος,

στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,

συ, που μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι

και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία.

Τα ‘πε κι απλώθηκε σιωπή πα ‘στα κλαμένα νιάτα,

που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,

έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο.