Όταν οι Άγγλοι επιχείρησαν να κάμψουν την ΕΟΚΑ με curfew, πρόστιμα και εξώσεις

Πέμπτη, 1/4/2021 - 09:10
Μικρογραφία

Tην αθέατη πλευρά των σκληρών κατασταλτικών μέτρων και των συλλογικών τιμωριών που επέβαλαν από το 1955 οι Άγγλοι αποικιοκράτες στον κυπριακό ελληνισμό, μετά την έναρξη του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, "φωτίζει" σε με άρθρο του στο alphanews.live ο ιστορικός (Μουσείο Αγώνος/Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρυ) Δρ. Ανδρέας Κάρυος. Γράφει:

Την 1η Απριλίου 1955 η επαναστατική οργάνωση της ΕΟΚΑ ξεκίνησε την ένοπλη δράση της αποσκοπώντας στον τερματισμό της βρετανικής αποικιακής κυριαρχίας και τη ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η Βρετανία προσπάθησε να αντιμετωπίσει την πρόκληση που αποτέλεσε η ύπαρξη της οργάνωσης για το βρετανικό αποικιακό καθεστώς αναπτύσσοντας μια σειρά πρωτοβουλιών σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο. Στο παρόν σύντομο σημείωμα θα επικεντρωθούμε σε μια διάσταση των βρετανικών κατασταλτικών μέτρων, η οποία δεν έτυχε μέχρι σήμερα ιδιαίτερης αναφοράς: τις συλλογικές τιμωρίες.

λλλλ

Η βρετανική εκστρατεία καταστολής περιλάμβανε την ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού και του εξοπλισμού των δυνάμεων του Στρατού και της Αστυνομίας, καθώς και την επιβολή, τον Νοέμβριο του 1955, Κατάστασης Εκτάκτου Ανάγκης (State of Emergency). Η Κατάσταση Εκτάκτου Ανάγκης αφορούσε σε σειρά κατασταλτικών μέτρων που είχαν αρχίσει ήδη να τίθενται σε ισχύ κατά τους προηγούμενους μήνες. Τα μέτρα αυτά περιλάμβαναν την εφαρμογή προσωποκράτησης σε άτομα για τα οποία υπήρχαν υποψίες ότι είχαν σχέση με «τρομοκρατικές» ενέργειες. Επίσης, λήφθηκαν μέτρα προς περιορισμό ή απαγόρευση της χρήσης ποδηλάτων τις νυκτερινές ώρες. Η αποικιακή αστυνομία απέκτησε την εξουσία να ελέγχει οποιοδήποτε άτομο ή όχημα υποψιαζόταν ότι μετέφερε όπλα. Επιπρόσθετα, ο Στρατός απέκτησε τις ίδιες αρμοδιότητες και προνόμια με την Αστυνομία σε μια προσπάθεια αρωγής της τελευταίας στα καθήκοντα αστυνόμευσης. Η ΕΟΚΑ κηρύχθηκε παράνομη οργάνωση στις 14 Σεπτεμβρίου 1955. Από τα πιο σκληρά μέτρα ήταν η μετατροπή της ποινής για μεταφορά ή κατοχή όπλου από επταετή φυλάκιση (που ήταν τον Αύγουστο του 1955) σε θανατική ποινή (τον Νοέμβριο του 1955). Ειδικά δικαστήρια (Special Courts) τέθηκαν σε λειτουργία για να εκδικάζουν υποθέσεις που σχετίζονταν με επαναστατικές ενέργειες.

λλλλ

Ένα άλλο συστατικό της Κατάστασης Εκτάκτου Ανάγκης (και κατ’ επέκταση της εκστρατείας καταστολής) ήταν η υιοθέτηση των συλλογικών τιμωριών. Το εν λόγω μέτρο καταστολής επεδίωκε τον εκφοβισμό του πληθυσμού και ταυτόχρονα την παροχή βοήθειας προς τις βρετανικές δυνάμεις, καθιστώντας για τους Έλληνες Κυπρίους πολύ βαρύ το κόστος της υποστήριξης των μελών της ΕΟΚΑ ή ακόμη και την ανοχή της παρουσίας τους. Κύριες πρακτικές των συλλογικών τιμωριών αποτελούσαν τα συλλογικά πρόστιμα, οι κατ’ οίκον περιορισμοί (curfew), το κλείσιμο δημόσιων κέντρων αναψυχής, η εκκένωση ή έξωση πληθυσμού από κτήρια και η εφαρμογή περιορισμών στη μετακίνηση. Αναλόγως των ειδικότερων στόχων που έθεταν οι Βρετανοί, τα μέτρα συλλογικής τιμωρίας διακρίνονταν σε πολιτικά-ψυχολογικά, σε τιμωρητικά και σε επιχειρησιακά.

λλλλ

Στην προσπάθειά του να ανακτήσει τον βρετανικό έλεγχο στο εσωτερικό της Κύπρου και εφαρμόζοντας τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή το στρατιωτικό δόγμα για χρήση ελάχιστης δύναμης (minimum force), τον Νοέμβριο του 1955 ο Βρετανός κυβερνήτης της Κύπρου, Στρατάρχης Sir John Harding, αιτήθηκε από το Υπουργείο Αποικιών εξουσιοδότηση για ανάληψη εξουσιών που θα του επέτρεπαν την εφαρμογή των συλλογικών τιμωριών.  Εντούτοις, το χρονικό διάστημα εφαρμογής των συγκεκριμένων μέτρων, με εξαίρεση τους κατ’ οίκον περιορισμούς και την εφαρμογή περιορισμών στη μετακίνηση, διήρκεσε μόλις έναν χρόνο. Όπως κατέδειξαν αρχειακά δεδομένα από τα βρετανικά αρχεία που αποχαρακτηρίστηκαν κατά τα τελευταία χρόνια, οι πρακτικές αυτές (με εξαίρεση τις δύο που αναφέρθηκαν) ανακλήθηκαν δημόσια στις 18 Δεκεμβρίου 1956 επειδή τα αποτελέσματά τους θεωρήθηκαν πενιχρά και συνεπακόλουθα είχαν χάσει την επίδρασή τους. Επιπρόσθετα, για την ακριβέστερη ανάλυση των κινήτρων πίσω από την απόφαση για απόσυρσή τους πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι πολιτικές εξελίξεις που εκτυλίχθηκαν στα τέλη του 1956.[1] Ειδικότερα, η βρετανική κυβέρνηση διατύπωσε μια νέα πολιτική πρόταση επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος, η οποία βασιζόταν στις συνταγματικές εισηγήσεις του Λόρδου Cyril Radcliffe. Επομένως, η μερική χαλάρωση κάποιων διατάξεων της Κατάστασης Εκτάκτου Ανάγκης, συμπεριλαμβανομένης και της ανάκλησης των πλείστων συλλογικών τιμωριών, παρουσιάστηκε από τη Βρετανία ως χειρονομία καλής θέλησης για τον κατευνασμό των Ελλήνων Κυπρίων και την δημιουργία κατάλληλου κλίματος για συζήτηση της φόρμουλας που πρότεινε ο Λόρδος Radcliffe (μέσω της οποίας το Λονδίνο θα εισήγαγε στην Κύπρο καθεστώς περιορισμένης αυτοκυβέρνησης κυρίως όμως θα διασφάλιζε τη διατήρηση της αποικιακής κυριαρχίας επί της νήσου).

[1] Βέβαια, μπορεί να υποτεθεί ότι η προσφυγή που κατέθεσε τον Μάιο του 1956 η Αθήνα εναντίον του Λονδίνου (ισχυριζόμενη την παραβίαση της Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών) ενδεχομένως να είχε σε κάποιο βαθμό αντίκτυπο στην απόφαση της Βρετανίας να αποσύρει μερικές από τις συλλογικές τιμωρίες. Ωστόσο, περισσότερα στοιχεία είναι απαραίτητα για την τεκμηρίωση μιας τέτοιας υπόθεσης.