Παραλειπόμενα από τη σύνταξη του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας Κύπρου

Σάββατο, 19/11/2022 - 12:54
Μικρογραφία

του Θεόδωρου Ξ. Γιάγκου, Καθηγητής – Προκοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ

Κατά την εξόδιο ακολουθία του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Κύπρου κυρού Χρυσοστόμου (2006-2022), οι ομιλητές ανέδειξαν με επαίνους το έργο του, προπέμποντάς τον έτσι στις ουράνιες μονές με αγαθή μνήμη. Στα επιτεύγματά του με εμφανές θετικό πρόσημο, επισημάνθηκε και η αναθεώρηση του Καταστατικού Χάρτη της Αγιωτάτης Εκκλησίας του Αποστόλου Βαρνάβα (στο εξής ΚΧ), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από το 2010.

«Εις μνημόσυνον αιώνιον αυτού» και εντός του κλίματος της εκλογικής διαδικασίας για την κατά τη βουλή Κυρίου ανάδειξη του επομένου Αρχιεπισκόπου Κύπρου, θεώρησα κατάλληλη την ευκαιρία για μια ευσύνοπτη δημόσια καταγραφή κάποιων πτυχών του πνεύματος που κυριάρχησε κατά τις εργασίες της Συντακτικής Επιτροπής (στο εξής ΣΕ)., η οποία συνεκροτείτο από τους: πανιερώτατο Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτο, πανιερώτατο Μητροπολίτη Κωνσταντίας – Αμμοχώστου κ. Βασίλειο, Αλ. Μαρκίδη, Κ. Πιτσάκη (+2013), Γ. Πουλή, την ταπεινότητά μου και τον Πρωτ. Χρυσόστομο Νάσση.

            Η παρούσα δημοσίευση ενδεχομένως θα βοηθήσει και όσους στον δημόσιο διάλογο διατυπώνουν αόριστες επικρίσεις κατά του ΚΧ, οικειοποιούμενοι ενίοτε την ιδιότητα του κανονολόγου, χωρίς όμως το ερευνητικό έργο και η εν γένει εργογραφία τους να υποστηρίζουν τη διεκδίκηση. Κατά τούτο επισημαίνω τα παρακάτω:

  1. Ο ΚΧ είναι ένα κείμενο, το οποίο πριν εγκριθεί από την Ιερά Σύνοδο (στο εξής ΙΣ) τέθηκε σε διαβούλευση, όχι μόνο μεταξύ της ΣΕ και των συνοδικών αρχιερέων σε κοινές συνεδριάσεις, αλλά και σε παράλληλες συζητήσεις με ειδήμονες, ώστε να είναι κατά το δυνατόν ώριμες οι τελικές επιλογές. Ο Πρόεδρος της ΣΕ, πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου, και ο έτερος αρχιερέας, πανιερώτατος Μητροπολίτης Κωνσταντίας – Αμμοχώστου, ενημέρωναν συνεχώς τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο κυρό Χρυσόστομο και την ΙΣ για την πορεία των εργασιών. Θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι η ΣΕ είχε απλώς τον ρόλο του νομοτεχνικού οργάνου και ότι η ΙΣ έχει αποκλειστικά τη νομοθετική αρμοδιότητα. Μετά την ολοκλήρωση του έργου της ΣΕ και την υποβολή του τελικού σχεδίου του ΚΧ, ο Αρχιεπίσκοπος, εν αγνοία ημών, απέστειλε αυτό σε συναδέλφους ακαδημαϊκούς δασκάλους στην Ελλάδα, προς κρίση και διατύπωση γνώμης, χωρίς όμως αυτοί να διαπιστώσουν, εξ όσων γνωρίζω, κάποια σημαντική παράλειψη ή λανθάνουσα αντίφαση ή κακή διατύπωση. Η ΣΕ με πνεύμα εγκάρδιας συνεργασίας και αλληλοκατανόησης προχώρησε στη θεσμική κατοχύρωση των ισχυόντων, θέτοντας σε προτεραιότητα τα ισχύοντα στην Εκκλησία Κύπρου. Παράλληλα, είχε την αγωνία να αφουγκρασθεί τις ποιμαντικές και δικαιϊκές προκλήσεις της εποχής μας και να αποφανθεί αναλόγως.
  2. Μετά την κύρωση, ο ΚΧ έγινε αντικείμενο επιστημονικής έρευνας σε συνέδρια και μελέτες με θετικό σχολιασμό. Θετική γνώμη έχουν και εκκλησιαστικές προσωπικότητες του ορθόδοξου χώρου. Θα αναφέρω μια περίπτωση από την προσωπική μου εμπειρία. Προ επταετίας, ευρισκόμενος στο Πατριαρχικό Κέντρο στο Σαμπεζύ της Γενεύης, ως μέλος της αντιπροσωπείας του παλαιφάτου Πατριαρχείου Ιεροσολύμων για την κατάρτιση των κειμένων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, σε ένα διάλειμμα από τις κοπιαστικές εργασίες της Ειδικής Επιτροπής, δόθηκε η δυνατότητα, σε ένα πιο προσωπικό διάλογο με τους πανιερώτατο Μητροπολίτη Πάφου κ. Γεώργιο και σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μπάτσκας κ. Ειρηναίο (αντιπρόσωπο της Σερβικής Εκκλησίας στην Ειδική Επιτροπή, με εξαιρετική μάλιστα συμβολή στο έργο της σύνταξης των συνοδικών κειμένων, λόγω και της εντυπωσιακής ελληνομάθειάς του) να σχολιάσουμε τις δυσκολίες που ανέκυπταν για την πανορθόδοξη συναίνεση, προκειμένου περί της διατύπωσης των συνοδικών κειμένων. Ο Σέρβος αρχιερέας κάποια στιγμή έστρεψε τη συζήτηση στον ΚΧ της Εκκλησίας Κύπρου και με ειλικρινή και αυθόρμητο τρόπο συνεχάρη τον Μητροπολίτη Πάφου, λέγοντας ότι αυτός, δηλαδή ο ΚΧ, είναι ο καλύτερος των ΚΧ των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ήταν μια στιγμή δικαίου επαίνου για την μικρή σε ποίμνιο Εκκλησία Κύπρου, η οποία ακτινοβολούσε επί του προκειμένου στον ορθόδοξο κόσμο την καλή μαρτυρία. Η εκτίμηση του ορθοδόξου κόσμου για τον ΚΧ επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι αυτός ελήφθη υπόψη και για την καταστατική νομοθεσία άλλων Εκκλησιών.
  3. Η ΣΕ εργάστηκε με ελευθερία και αποφασιστικότητα, με αφετηρία τον τεκμηριωμένο επιστημονικό λόγο, πρόθυμη να ακούσει και τον κατοχυρωμένο αντίλογο, αλλά και έτοιμη να καταθέσει την παραίτησή της στην περίπτωση κλονισμού της εμπιστοσύνης σε αυτήν. Και αυτό έπραξε κάποια στιγμή, όταν ο Αρχιεπίσκοπος μετέφερε σε μας τις επιφυλάξεις κάποιων αρχιερέων περί δήθεν περιορισμού ή μάλλον κακής αποτύπωσης των προνομίων του Αρχιεπισκόπου σε ένα από τα πρώτα υποβληθέντα σχέδια. Αμέσως τα εξ Ελλάδος μέλη της ΣΕ υπέβαλαν την παραίτησή τους, εκφράζοντας συγχρόνως την ευγνωμοσύνη τους για την μέχρι τότε καλή συνεργασία, ενώ ταυτόχρονα υποδείκνυαν στον Αρχιεπίσκοπο ότι θα μπορούσε η ΙΣ να συνεργαστεί στο εξής με άλλους αξιόλογους συναδέλφους, ώστε να τελεσφορήσει το έργο. Ο Αρχιεπίσκοπος τότε εκτίμησε θετικά αυτή την έντιμη στάση μας και επιβεβαίωσε την εμπιστοσύνη του σε μας. Παρόμοια αποφασιστική στάση κράτησε η ΣΕ και στο θέμα της εκκλήτου προσφυγής στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, όχι μόνο γιατί το έκκλητο ορίζεται από τους κανόνες αλλά και γιατί αυτό συστοιχεί στο πνεύμα της δίκαιης δίκης. Έτσι, η ΣΕ με επιχειρήματα αντέκρουσε την ένσταση ότι δήθεν με το έκκλητο καταλύεται το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας του Αποστόλου Βαρνάβα.
  4. Η ΣΕ είχε βαθιά συναίσθηση ότι το έργο της είναι εκκλησιαστικό και κατά τούτο όφειλε να αποτυπώσει το πνεύμα των συνόδων και των πατέρων. Γνώριζε την υψηλή ευθύνη της απέναντι στην αποστολική Εκκλησία της Κύπρου και λειτούργησε εντός των εκκλησιολογικών ορίων. Οι δυο αρχιερείς, μέλη της ΣΕ, συχνά μας έλεγαν ότι θα πρέπει στον ΚΧ να αποτυπωθεί η διδασκαλία των πατέρων και όχι οι προσωπικές θέσεις και αντιλήψεις του καθενός. Αυτή ήταν η αμετακίνητη αρχή που κράτησε μέχρι τέλους η ΣΕ. Υπογραμμίζω ότι στον ΚΧ δεν υπάρχει (εσκεμμένη) προσωπική ιδιοτέλεια.
  5. Το σύστημα εκλογής του Αρχιεπισκόπου και των λοιπών αρχιερέων ήταν το πιο επίμαχο θέμα που απασχόλησε τη ΣΕ. Η επώδυνη και δυσάρεστη εμπειρία από την πρόσφατη για εκείνη την εποχή εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη του Αρχιεπισκόπου Κύπρου επέτασσε, πρώτο, την αλλαγή του συστήματος και, δεύτερο, τη διατύπωση νέων διατάξεων που να είναι σαφείς και προπαντός να μην αφήνουν κενά και κατά τούτο να προκαλούν ακαταστασία. Το πολύπλοκο σύστημα που ίσχυσε κατά το παρελθόν, με κυρίαρχη την αρχή της δημοκρατικής εκλογής των αρχιερέων, μέσω της διευρυμένης συμμετοχής του λαού, κατά τέτοιο τρόπο μάλιστα που η ΙΣ να είχε τον ρόλο απλώς του χειροτονητικού οργάνου, επεσώρευε άχθος. Στην πραγματικότητα εκτροχίαζε από την εκκλησιαστική τάξη, όπως αυτή ορίζεται από τους ιερούς κανόνες. Η ΣΕ, εντός αυτού κλίματος, είχε ενώπιον της ανοιχτές πολλές επιλογές, π.χ. αυτές που είχαν καταγραφεί στις συζητήσεις της Επιτροπής που συνέταξε τον ΚΧ το 1979, αλλά και άλλες που ανέδειξε ο νεότερος προβληματισμός. Προσέτι ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος μετέφερε σε μας και την ισχυρή παράκληση ενός υψηλόβαθμου πολιτικού προσώπου ότι δεν θα πρέπει να αποκλειστεί πλήρως η συμμετοχή του λαού. Το προταχθέν εν τέλει σύστημα, το οποίο καταγράφεται στα άρθρα 19 έως 30, αποτυπώνει μακραίωνη εκκλησιαστική πράξη, κινούμενο στο δίπολο: α) το τριπρόσωπο αναδεικνύεται από την καθολική ψηφοφορία όλων των ορθοδόξων, ηλικίας άνω των 18 ετών, που διαβιούν μόνιμα στη Κύπρο από ενός έτους, και β) η ΙΣ εκλέγει τον Αρχιερέα, ήτοι ένα από τα τρία πρόσωπα, τα οποία πρότεινε το εκκλησιαστικό πλήρωμα. Για τη ΣΕ υπήρξε ισχυρό το επιχείρημα ότι αυτό το σύστημα επιβεβαιώνεται πολλαχού στις κανονικές πηγές. Εξάλλου, η συνοδική ανάδειξη των αρχιερέων αποτελεί και ειδική κανονική αναγκαιότητα για την εν Κύπρω Εκκλησία, δεδομένου ότι ο ίδιος ο κανόνας, που αναγνωρίζει και επικυρώνει το αυτοκέφαλό της (8ος της Γ’ Οικουμενικής) επιτάσσει όπως «τας χειροτονίας (=εκλογάς) των ευλαβεστάτων επισκόπων» ποιώσι δι΄ εαυτών «οι των αγίων εκκλησιών των κατά Κύπρον προεστώτες (=αρχιερείς)». Το συγκεκριμένο σύστημα θα έλεγα ότι επαναφέρει την κανονικότητα, σύμφωνα με την οποία αρμόδιο όργανο για την εκλογή των αρχιερέων πρέπει να είναι η ΙΣ. Και έτσι πράγματι είναι, με δικαίωμα στον λαό να προτείνει τα τρία πρόσωπα που αυτός προκρίνει ως τα πιο κατάλληλα, από τα πολλά που υπάρχουν στον κατάλογο των εκλογίμων. Θα πρέπει επίσης να σημειώσω ότι από τη ΣΕ είχε επισημανθεί ότι ήταν αναγκαία και η σύνταξη ενός Κανονισμού, που να καθορίζει την εκλογική διαδικασία, ώστε αυτή να είναι απρόσκοπτη και αδιάβλητη. Η σύνταξη του συγκεκριμένου Κανονισμού εκκρεμεί.
  6. Η εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη των αρχιερέων θα πρέπει πάντοτε να κινείται στις κανονικές συντεταγμένες. Αυτή δεν είναι μια πολιτική πράξη, αλλά μια εκκλησιαστική, που υπάγεται στους πνευματικούς νόμους, καθώς απορρέουν από την ορθόδοξη εκκλησιολογία. Πάντως ο νέος Αρχιεπίσκοπος θα πρέπει να συνεχίζει με δυναμισμό το ποιμαντικό και κοινωνικό έργο της Εκκλησίας, για τον καταρτισμό και τη στήριξη του ορθοδόξου πληρώματος. Συν τούτοις θα πρέπει να καταβάλει έντονη προσπάθεια για τον επανευαγγελισμό του κόσμου, ο οποίος στην εποχή μας, δυστυχώς, επηρεάζεται αρνητικά από το φαινόμενο της εκκοσμίκευσης. Ο νέος Αρχιεπίσκοπος καλείται προπαντός να συμβάλει δημιουργικά, ως Προκαθήμενος Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, στην καλλιέργεια των αρμονικών διορθοδόξων σχέσεων, οι οποίες, ως γνωστόν, διέρχονται κρίση.

Εύχομαι ο Κύριος της ιστορίας και Πανοικτίρμων Θεός να αναδείξει τον καταλληλότερο ώστε να δοξάζεται το όνομά Του.