Οι καταιγισμός των δασμών και η επανειλημμένη απειλή ότι θ’ αυξηθούν αντανακλούν την ανάγκη κρατικής προστασίας για τις ολοένα και λιγότερο ανταγωνιστικές εταιρείες με έδρα τις ΗΠΑ.
Οι κοινωνίες επιβιώνουν και αναπτύσσονται όταν αντιμετωπίζουν με επιτυχία τις αντιφάσεις τους. Στο τέλος, ωστόσο, οι συσσωρευμένες αντιφάσεις υπερτερούν των υπαρχόντων μέσων διαχείρισής τους.

Τότε ανακύπτουν προβλήματα που επιμένουν ή επιδεινώνονται μέσα σ’ αυτές τις κοινωνίες επειδή δεν επιλύονται ή παραβλέπονται. Μερικές φορές, η κυρίαρχη συνειδητή αντίδραση περιορίζεται στην απόρριψή τους, στην άρνηση να τα δει.
Η άρνηση των εσωτερικών κοινωνικών προβλημάτων υποκαθιστά την αντιμετώπιση των αιτιών που τα προκαλούν. Η προκύπτουσα κοινωνική παρακμή, όπως και το σύνολο των εσωτερικών αντιφάσεων που αντικατοπτρίζει, απορρίπτεται και αγνοείται.
Αντίθετα, μπορεί να προκύψουν αφηγήσεις ή μεγαλοστομίες που εμφανίζουν τέτοιες κοινωνίες ως θύματα κακοποίησης από αλλοδαπούς. Οι ΗΠΑ το 2025 απεικονίζουν αυτήν τη διαδικασία: η ρητορική της άρνησης έχει ως στόχο να τερματίσει τη θυματοποίησή τους, γράφει σε ανάλυσή του ο Richard D Wolff, επίτιμος καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, στο Αμχερστ.
Στις σημερινές Ηνωμένες Πολιτείες, μια τέτοια λογοκοπία αρνείται να επιτρέψει τη συνεχιζόμενη κακοποίηση από ξένους που «απειλούν την εθνική μας ασφάλεια». Κατηγορεί την κακή πολιτική ηγεσία των ΗΠΑ για την αποτυχία της να βάλει πρώτα την Αμερική και να την κάνει ξανά μεγάλη.
Μια άλλη μεγαλόστομη αφήγηση απαιτεί «εμείς» ν’ αρνηθούμε να επιτρέψουμε η «δημοκρατία μας» να καταστραφεί από ξένους εχθρούς (και τους αντίστοιχους εσωτερικούς τους): ανθρώπους που λέγεται ότι τη μισούν, δεν την κατανοούν ή την υποτιμούν.
Η «εξαπάτηση» από τους ξένους
Μια ακόμη ρητορική άρνησης βλέπει τους ξένους να «εξαπατούν» τις Ηνωμένες Πολιτείες στις εμπορικές και μεταναστευτικές διαδικασίες. Οι περισσότεροι Αμερικανοί ενστερνίζονται μία ή περισσότερες από αυτές τις αφηγήσεις. Ωστόσο, όπως σκοπεύουμε να δείξουμε εδώ, τέτοιες μεγαλοστομίες καθίστανται όλο και λιγότερο αποτελεσματικές.
Μια αντιδραστική ρητορική, αυτή του Τραμπ, ανατρέχει στο περασμένο μεγαλείο επαναβεβαιώνοντας κυριολεκτικά τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Απειλεί να ξανακαταλάβει τη Διώρυγα του Παναμά, να μετατρέψει τον Καναδά στην 51η Πολιτεία των Ηνωμένων Πολιτειών, να κατακτήσει τη Γροιλανδία από τη Δανία και πιθανώς να εισβάλει στο Μεξικό.
Όλοι αυτοί οι ξένοι λέγεται ότι απειλούν την εθνική ασφάλεια ή αλλιώς «εξαπατούν» τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πέρα από τους χαρακτηριστικούς κομπασμούς του Τραμπ, σηματοδοτείται ένας απίστευτος επεκτατισμός. Τέτοιες επαναλαμβανόμενες αποικιοκρατικές αναφορές τροφοδοτούν ευρύτερες αντιλήψεις για να γίνει η Αμερική μεγαλύτερη ξανά.
Η αποικιοκρατία βοήθησε επανειλημμένα τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό να διαχειριστεί τις εσωτερικές αντιφάσεις του (προσωρινά ξεφεύγοντας από τα κοινωνικά προβλήματα που προκάλεσε).
Καταπακτή διαφυγής
Τελικά, όμως, δεν μπορούσε να συνεχίσει να το κάνει. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η αντι-αποικιοκρατία περιόρισε αυτήν τη δυνατότητα.
Οι μετέπειτα ευρωπαϊκοί νεοαποικισμοί και η άτυπη αποικιοκρατία της αμερικανικής αυτοκρατορίας είχαν μικρότερη διάρκεια ζωής. Η Κίνα και οι υπόλοιπες χώρες των BRICS κλείνουν τώρα από παντού τη διέξοδο. Εξ ου και το μάταιο ξέσπασμα της επιμονής του Τραμπ ν’ αρνηθεί το τέλος, επαναφέροντας συνειδητά την ιδέα της διαφυγής μέσω μιας καταπακτής αποικιακών επεκτάσεων.
Μοιάζει με την ιδέα του Νετανιάχου (αν όχι ακόμα με τη βία του) να ξανανοίξει αυτήν την καταπακτή για το Ισραήλ διώχνοντας τους Παλαιστινίους από τη Γάζα. Η υποστήριξή του από τις ΗΠΑ τις συνδέει με την αποικιοκρατική βία σ’ έναν κόσμο που είναι στη συντριπτική πλειονότητά του δοσμένος στον τερματισμό της αποικιοκρατίας και της ανεπιθύμητης κληρονομιάς της.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες υπερηφανεύονται για το ισχυρότερο στρατιωτικό κατεστημένο τους στον κόσμο. Η κυρίαρχη ρητορική τους επιρρίπτει την ευθύνη για ό,τι κάνουν στους ξένους εχθρούς έναντι των οποίων είναι αναγκασμένοι ν’ αμυνθούν.

Αυτό δικαιολογεί την κυβέρνηση να δαπανά πολύ περισσότερα για την άμυνα παρά τα ελάχιστα για τα εσωτερικά κοινωνικά προβλήματα τα οποία αναγνωρίζει ακόμα και η αφήγησή τους.
Αλλάζουν οι στρατιωτικές ισορροπίες
Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχασαν τους πολέμους στο Βιετνάμ, το Αφγανιστάν, το Ιράκ και τώρα στην Ουκρανία, και τα στρατιωτικά κατεστημένα αυτών των χωρών απείχαν πολύ από του ισχυρότερου στον κόσμο.
Τελικά, η διάδοση των πυρηνικών όπλων και ο τεχνικός ανταγωνισμός μεταξύ των πυρηνικών δυνάμεων έχουν αλλάξει τις στρατιωτικές ισορροπίες στον πλανήτη.
Η κραυγαλέα υποτίμηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες των πολεμικών ικανοτήτων της Ρωσίας το 2022 απεικονίζει με πολύ δραματικό τρόπο αυτήν την αλλαγή.
Καταδεικνύει επίσης ότι μια ρητορική που τονίζει την άρνηση της στοχοποίησης από ξένους στρατούς υπονομεύει ή υποκαθιστά τις λογικές αναλύσεις ενός στρατιωτικά διαφοροποιημένου κόσμου. Τώρα ο πλανήτης παρατηρεί όχι μόνο μεταβαλλόμενους παγκόσμιους στρατιωτικούς σχηματισμούς αλλά και τις πολυδάπανες αρνήσεις τους από τους ηγέτες των ΗΠΑ.
Οι πολιτικοί και οικονομικοί ηγέτες οπουδήποτε αλλού επανεξετάζουν πλέον τις στρατηγικές τους ανάλογα. Οι ρητορικές άρνησης της στοχοποίησης μπορεί να γίνουν αυτοκαταστροφικές.
Η ανάδυση των BRICS
Ένας άλλος λόγος που αυτοί οι ηγέτες επανασχεδιάζουν τ’ αναπτυξιακά τους σχέδια προκύπτει από τη συνδυασμένη παρακμή της αμερικανικής αυτοκρατορίας και του αμερικανικού καπιταλιστικού συστήματος. Αυτό που αρνούνται οι ηγέτες των ΗΠΑ, πολλοί ξένοι ηγέτες έχουν κίνητρα να το δουν, να το αξιολογήσουν και να το εκμεταλλευτούν.
Τα μέλη των BRICS και οι εταίροι τους, από τον Ιανουάριο του 2025, αντιπροσωπεύουν σχεδόν τον μισό παγκόσμιο πληθυσμό και το 41% του παγκόσμιου ΑΕΠ (σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης). Τέσσερα άλλα έθνη έχουν προσκληθεί και είναι πιθανό να ενταχθούν το 2025: Βιετνάμ, Τουρκία, Αλγερία και Νιγηρία.
Η Ινδονησία μόλις εντάχθηκε ως πλήρης εταίρος των BRICS προσθέτοντας περίπου 280 εκατομμύρια πληθυσμό. Αντίθετα, το G7 – το δεύτερο μεγαλύτερο οικονομικό μπλοκ στον κόσμο – αντιπροσωπεύει περίπου το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού και το 30% του ΑΕΠ του (επίσης σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης).
Επιπλέον, στοιχεία από έγγραφα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, αποκαλύπτουν τα τελευταία χρόνια ένα διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ των ετήσιων ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ των Ηνωμένων Πολιτειών που ηγούνται του G7 και των κορυφαίων των BRICS, Κίνας και Ινδίας.
Τα δυο μπλοκ
Σ’ όλη την ιστορία του καπιταλισμού από τις παλαιότερες εποχές του στην Αγγλία έως την κορύφωση της αμερικανικής αυτοκρατορίας στις αρχές του 21ου αιώνα, τα περισσότερα έθνη επικέντρωσαν κυρίως στο G7 τη στρατηγική οικονομικής ανάπτυξης, χρέους, εμπορίου, επενδύσεων, συναλλαγματικών ισοτιμιών και ισοζυγίων πληρωμών. Το ίδιο έκαναν και οι μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις.
Ωστόσο, τα τελευταία 15-20 χρόνια, χώρες και εταιρείες έχουν βρεθεί σε μια εντελώς νέα, διαφορετική παγκόσμια κατάσταση. Η Κίνα, η Ινδία και τα υπόλοιπα μέλη των BRICS προσφέρουν ένα πιθανό εναλλακτικό σημείο εστίασης.
Όλοι μπορούν πλέον ν΄ ανταγωνιστούν μεταξύ τους ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο μπλοκ. Επιπλέον, σ’ αυτόν τον ανταγωνισμό, οι BRICS έχουν πλέον καλύτερα, πλουσιότερα χαρτιά από το G7.
Οι ρητορικές άρνησης εκλαμβάνουν αυτές τις αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία ως κακές προθέσεις ξένων άλλων – που πιθανώς μισούν τη δημοκρατία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστηρίζουν ότι θα πρέπει δικαίως ν’ αρνηθούν και ως εκ τούτου να ματαιώσουν αυτές τις προθέσεις.

Αντίθετα, δίνεται πολύ λιγότερη προσοχή στο πώς τα εσωτερικά κοινωνικά προβλήματα των ΗΠΑ διαμορφώνουν και διαμορφώνονται από μια μεταβαλλόμενη παγκόσμια οικονομία.
Στροφή προς τα μέσα
Αυτή η μεταβαλλόμενη παγκόσμια οικονομία και η συναφής παρακμή της G7 στο εσωτερικό της έχουν στρέψει τον καπιταλισμό των ΗΠΑ μακριά από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση προς τον οικονομικό εθνικισμό. Οι δασμοί, οι εμπορικοί πόλεμοι και οι ιδεολογικές διακηρύξεις «πρώτα η Αμερική» είναι ταυτόχρονες μορφές μιας τέτοιας στροφής προς τα μέσα.
Μια άλλη μορφή είναι η απαίτηση να μεταφερθούν στο εσωτερικό μέρη του εξωτερικού των Ηνωμένων Πολιτειών: οι αδιάκριτες ιμπεριαλιστικές απειλές του Τραμπ που απευθύνονται στον Καναδά, το Μεξικό, τη Δανία και τον Παναμά.
Μια ακόμη μορφή είναι η προειδοποίηση που στέλνουν πολλά μεγάλα κολέγια και πανεπιστήμια των ΗΠΑ σε εγγεγραμμένους φοιτητές από άλλες χώρες (πάνω από ένα εκατομμύριο πέρυσι).
Υποδηλώνει ότι εξετάζουν την πιθανότητα μεγάλων δυσκολιών στην έκδοση βίζας κατά την ολοκλήρωση των πτυχιακών σπουδών τους εν μέσω της αυξανόμενης εχθρότητας της κυβέρνησης των ΗΠΑ προς τους ξένους. Μια μειωμένη παρουσία ξένων φοιτητών θα υπονομεύσει την επιρροή των ΗΠΑ στο εξωτερικό για τα επόμενα χρόνια (όπως ενίσχυσε αυτήν την επιρροή στο παρελθόν).
Τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης των Ηνωμένων Πολιτειών, που ήδη αντιμετωπίζουν σοβαρές οικονομικές δυσκολίες, θα τις δουν να βαθαίνουν καθώς οι ξένοι επί πληρωμή φοιτητές επιλέγουν άλλες χώρες για τα πτυχία τους. Η ρητορική «πρώτα η Αμερική» κινδυνεύει με την αυτοκαταστροφή της παγκόσμιας θέσης της.
Σκληρή και ήπια ισχύς
Πολιτικά, η στρατηγική των ΗΠΑ από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν να περιορίσει τις θεωρούμενες ως εξωτερικές απειλές μ’ έναν συνδυασμό «σκληρής» και «ήπιας» ισχύος. Θα επέτρεπαν στις Ηνωμένες Πολιτείες να εξαλείψουν τον κομμουνισμό, τον σοσιαλισμό και, μετά τη σοβιετική κατάρρευση του 1989, την τρομοκρατία, όπου ήταν δυνατόν, φανερά ή κρυφά.
Η σκληρή ισχύς θα επιβαλλόταν από τον αμερικανικό στρατό μέσω εκατοντάδων ξένων στρατιωτικών βάσεων γύρω από τα έθνη που θεωρούνταν απειλητικά και μέσω εισβολών εάν, όταν και όπου κρινόταν απαραίτητο.
Πήρε επίσης τη μορφή σιωπηρών απειλών για πυρηνικό πόλεμο (που έγιναν αξιόπιστες από τους ατομικούς βομβαρδισμούς στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι) και από τις συνολικές δαπάνες στην κούρσα εξοπλισμών των ΗΠΑ για πυρηνικά και μη πυρηνικά όπλα που καμία άλλη χώρα, μόνη ή σε ομάδες, δεν θα μπορούσε ν’ ανταγωνιστεί.
Η «ήπια ισχύς» θα χρησίμευε παγκοσμίως για την προβολή συγκεκριμένων προσδιορισμών της δημοκρατίας, των πολιτικών ελευθεριών, της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, των επιστημονικών επιτευγμάτων και της λαϊκής κουλτούρας.
Δαιμονοποίηση
Αυτοί οι προσδιορισμοί παρουσιάστηκαν ως οι καλύτεροι και αποτέλεσαν πρότυπα περισσότερο απ’ όσο ήταν στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μ’ αυτόν τον τρόπο, οι ΗΠΑ θα εξυψώνονταν ως η παγκόσμια κορυφή των πολιτισμικών ανθρώπινων επιτευγμάτων: ένα είδος συνεργατικού λόγου με άλλους λόγους που αρνούνταν τα εσωτερικά κοινωνικά προβλήματα. Οι εχθροί θα μπορούσαν τότε εύκολα να δαιμονοποιηθούν ως κατώτεροι.
Η ήπια ισχύς των ΗΠΑ ήταν και παραμένει ένα είδος πολιτικής διαφήμισης. Ο συνήθης εμπορικός διαφημιζόμενος προωθεί μόνο οτιδήποτε θετικό (πραγματικό ή αληθοφανές) σχετικά με το προϊόν του πελάτη του. Συνήθως, οτιδήποτε αρνητικό (πραγματικό ή αληθοφανές) συνδέεται από τον ίδιο τον διαφημιζόμενο μόνο με το προϊόν του ανταγωνιστή του πελάτη του.

Θα μπορούσε κανείς να το ονομάσει αυτό «διαφημιστική επικοινωνία». Στον Ψυχρό Πόλεμο του 20ου αιώνα, η ήπια ισχύς των ΗΠΑ συνεπαγόταν την εφαρμογή μιας διαφημιστικής επικοινωνίας κατά την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι υποστηρικτές τους, δημόσιοι και ιδιωτικοί, λειτουργούσαν τόσο ως πελάτης όσο και ως διαφημιστής.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αυτοδιαφημίστηκαν ως «δημοκρατία» και η ΕΣΣΔ ως αρνητικό αντίθετό της ή «δικτατορία». Η διαφημιστική επικοινωνία του Ψυχρού Πολέμου συνεχίζεται σήμερα με την ελαφρώς αλλαγμένη μορφή της «δημοκρατίας» έναντι του «αυταρχισμού». Ομως, όπως και στη διαφήμιση, μετά από πάρα πολλές επαναλήψεις, η επιρροή της μειώνεται.
Ανάγκη κρατικής προστασίας
Δυστυχώς για τις Ηνωμένες Πολιτείες, τα οικονομικά προβλήματα που πλήττουν τώρα το καπιταλιστικό τους σύστημα – τόσο αυτά που προκαλούνται από συσσωρευμένες εσωτερικές αντιφάσεις όσο κι εκείνα που προκαλούνται από τη φθίνουσα θέση τους στην παγκόσμια οικονομία – υποσκάπτουν ευθέως τις προβολές της ήπιας ισχύος.
Οι καταιγισμός των δασμών και η επανειλημμένη απειλή ότι θ’ αυξηθούν αντανακλούν την ανάγκη κρατικής προστασίας για τις ολοένα και λιγότερο ανταγωνιστικές εταιρείες με έδρα τις ΗΠΑ.
Αντί αυτών, οι ρητορικές των ΗΠΑ που κατηγορούν τους ξένους για «εξαπάτηση» ακούγονται όλο και πιο κούφιες. Η απέλαση εκατομμυρίων μεταναστών σηματοδοτεί μια οικονομία που δεν είναι πλέον ισχυρή και δεν αναπτύσσεται αρκετά ώστε να τους απορροφήσει παραγωγικά (αυτό που κάποτε «έκανε σπουδαία την Αμερική» και έδειξε το μεγαλείο της στον κόσμο).
Οι ρητορικές που καταγγέλλουν «ξένες εισβολές» μεταναστών συναντούν αυξανόμενο σκεπτικισμό, ακόμη και χλευασμό, τόσο εντός όσο και εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών.
Βαθιά αμφισβήτηση
Η μεγάλη ανισότητα πλούτου και εισοδήματος στις ΗΠΑ και η παγκόσμια προβολή της εξουσίας των δισεκατομμυριούχων στην κυβέρνηση (Μασκ με Τραμπ, διευθύνοντες σύμβουλοι που δωρίζουν εκατομμύρια δολάρια για την τελετή ορκωμοσίας του) αντικαθιστούν τις εξαιρετικές αντιλήψεις που υπήρχαν για τις Ηνωμένες Πολιτείες λόγω της τεράστιας μεσαίας τάξης τους.
Τα επίπεδα ρεκόρ του χρέους της κυβέρνησης, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών μαζί με τις άφθονες ενδείξεις επιδείνωσής τους, δεν βοηθούν στην προβολή τους ως οικονομικού μοντέλου.
Η εμπειρία του 2024 με μια κυρίαρχη στρατηγική των ΗΠΑ που αρνείται τα κοινωνικά προβλήματα, ενώ τονίζει ρητορικά τους κινδύνους των κακών ξένων δυνάμεων, υποδηλώνει ότι είναι πιθανόν να πλησιάζουν στην εξάντληση.
Το έτος 2025 μπορεί στη συνέχεια να διαμορφώσει τις συνθήκες για μια βαθιά αμφισβήτηση αυτής της στρατηγικής η οποία συνδέεται με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η παγκόσμια θέση του αμερικανικού καπιταλισμού.
Πηγή: in.gr