Το ανάλγητο κράτος θέλει γκρέμισμα και ξανά απ’ την αρχή

Δευτέρα, 10/7/2023 - 10:37
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

Του Δημήτρη Παπαδάκη, Ευρωβουλευτή

Η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς έχει φτάσει στο ναδίρ. Όλοι πλέον το αναγνωρίζουν, αλλά δυστυχώς, λίγα γίνονται για να την αποκαταστήσουν. Ενδεχομένως, κάποιοι να βολεύονται κιόλας, έχοντας τους πολίτες μακριά και απέναντι από τις αποφάσεις και τη λειτουργία των θεσμών. Έτσι, πέρα από την «ανεξαρτησία και την αυτονομία» τους, διευκολύνεται και η όποια ασυδοσία.

Όλες και όλοι έχουμε βιώσει την αναλγησία της κρατική μηχανής, με τους βασανιστικούς ρυθμούς, τη γραφειοκρατία, την αδιαφάνεια και τις διαδικασίες που εξαντλούν τους πολίτες και τσακίζουν την αξιοπρέπεια τους. Τα κόμματα δεν βρίσκονται έξω από αυτό το σύστημα και πολλές φορές λειτουργούν ως δεκανίκια στη διαιώνιση του. Το ρουσφέτι δίνει σε κάποια κόμματα και πολιτικά πρόσωπα ρόλο και λόγο ύπαρξης, αναγκάζοντας τους πολίτες να γονατίζουν μπροστά τους, για να απολαμβάνουν όλα εκείνα που, σε ένα σύγχρονο κράτος, θα έπρεπε να θεωρούνται αυτονόητα.

Το υφιστάμενο σύστημα δεν πάει άλλο. Κι αυτό αποδεικνύεται από την συνεχώς αυξανόμενη τάση των νέων μας, που είναι απογοητευμένοι από την κατάσταση στην Κύπρο, να παραμένουν στο εξωτερικό, μετά τις σπουδές τους, για να εργαστούν, με αποτέλεσμα να χάνουμε τα καλύτερα μυαλά του τόπου μας. Η ασθένεια δεν θεραπεύεται με απλές κομπρέσες και ημίμετρα. Η δικαιοσύνη υπολειτουργεί και απόδειξη είναι ο μεγάλος χρόνος αναμονής στα δικαστήρια, η λογοδοσία και η τιμωρία σε επίπεδο θεσμών είναι ανύπαρκτη, ενώ η σαδιστική αδιαφορία του συστήματος, παραβιάζει θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών. Αυτός ο μηχανισμός που στήθηκε γύρω από τους θεσμούς και τις υπηρεσίες του κράτους, χρειάζεται γκρέμισμα για να ξαναχτιστεί.

Αφετηρία θα πρέπει να αποτελέσει η αναθεώρηση του Συντάγματος, για να διορθωθούν όλες οι στρεβλώσεις και να καταφέρουμε ως κράτος να συμβαδίσουμε με τις απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής. Ο διαχωρισμός της Νομικής Υπηρεσίας από την Εισαγγελία -όπως εντοπίζεται και στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής- είναι ένα από τα σημαντικότερα και τα πρώτα πράγματα που πρέπει να γίνουν για να διασφαλιστεί ότι δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων.

Ήρθε η ώρα, επίσης, να αναθεωρηθούν όλες οι διαδικασίες διορισμού κρατικών αξιωματούχων και οργανισμών όπως οι ημικρατικοί, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας κ.α. Μία πρακτική που λειτουργεί θετικά σε άλλα κράτη, είναι να εγκρίνονται από τη Βουλή όλοι οι προτεινόμενοι για διορισμό, σε ανοικτές συνεδρίες. Αυτό γίνεται σήμερα για παράδειγμα στο Ευρωκοινοβούλιο για τον διορισμό των Επιτρόπων. Αφού ληφθούν όλες οι προτάσεις γίνεται μια διαφανής και διεξοδική συζήτηση που καταλήγει στον διορισμό τους ή και μη.

Με αυτό τον τρόπο αντιμετωπίζεται η δυσπιστία των πολιτών για διορισμούς από τα παράθυρα και για αμφιλεγόμενες σχέσεις και εξαρτήσεις αξιωματούχων με αυτούς που τους διορίζουν. Έτσι, τα κόμματα που προτείνουν αυτούς τους διορισμούς, θα αναλαμβάνουν και την ευθύνη των επιλογών τους και θα κρίνονται δημόσια. Αυτό θα βάλει φραγμό στα απαράδεκτα παζάρια της κομματοκρατίας, που γίνονται πίσω από κλειστές πόρτες κάθε φορά που διορίζονται αξιωματούχοι. Όλες οι διαδικασίες που κρίνονται σήμερα αναχρονιστικές -έως και σκανδαλώδεις- θα πρέπει να αντικατασταθούν για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες ενός σύγχρονου και ευνομούμενου κράτους.

Η εφαρμογή ενός αποτελεσματικού συστήματος αξιολόγησης στο δημόσιο, πρέπει να αντικαταστήσει άμεσα και ένα αναχρονιστικό σύστημα, όπου πολλές φορές η «αρχαιότητα» είναι το κρίσιμο στοιχείο για προαγωγή. Στην κορυφή των κριτηρίων πρέπει να τεθούν οι ικανότητες, η απόδοση και το ήθος με το οποίο ασκούν τα καθήκοντά τους οι δημόσιοι λειτουργοί. Το οφείλουμε πρωτίστως στους αξιόλογους ανθρώπους που εργάζονται στο δημόσιο, οι οποίοι συνθλίβονται πάνω στο τείχος της αναξιοκρατίας και μιας νοοτροπίας που ευνοεί συστηματικά τη μετριότητα.

Δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια. Οφείλουμε να παραδώσουμε ένα νέο κράτος στα παιδιά μας, στους νέους ανθρώπους, αυτούς που έχουν όλα τα προσόντα για να προσφέρουν σ’ αυτό τον τόπο αλλά δυστυχώς, τους το «ξεπληρώνουμε» με πόρτες κλειστές και μισθούς των €900. Επείγει η κατεδάφιση και αντικατάσταση αυτού του κατεστημένου που αναγκάζει τους νέους, αν δεν επιλέξουν να παραμείνουν στο εξωτερικό, να συμβιβάζονται με τη διαπλοκή, να αρκούνται στα ελάχιστα και να ωθούνται στον μαρασμό και στην ηττοπάθεια, του «τίποτα δεν αλλάζει». Με νέες, υγιείς δομές και διαδικασίες, με αλλαγή νοοτροπίας και αξιοποίηση του ανεκτίμητου πλούτου των ανθρώπων μας, θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε έναν τόπο για τον οποίο θα αισθανόμαστε περήφανοι και δεν θα μας πληγώνει.