Σκοτώνεις σε κατάσταση άμυνας: Πότε ξεπερνάς τα όρια και πότε όχι;

Κυριακή, 18/6/2023 - 11:35
Ν

Κοιμάσαι αμέριμνος σπίτι σου, ξαφνικά ακούς έναν θόρυβο κάτω στο σαλόνι. Κατεβαίνεις παίρνοντας ένα ρόπαλο για προστασία. Ξαφνικά πιάνεις στα πράσα έναν κουκουλοφόρο να κλέβει την περιουσία σου. Βλέποντας σε, αυτός σαστίζει και έρχεται κατά πάνω σου χωρίς να κρατά κάτι στα χέρια. Γυρίζεις το ρόπαλο και τον χτυπάς θανάσιμα στο κεφάλι.

Η επόμενη μέρα σε βρίσκει άραγε με χειροπέδες κατηγορούμενο για ανθρωποκτονία ή όχι;

Η απάντηση βρίσκεται μέσα σε μερικές γραμμές του Ποινικού Κώδικα και του Κυπριακού Συντάγματος. Πρόκειται για το άρθρο 17 της Κατάστασης Ανάγκης του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου (ΚΕΦ. 154) και το άρθρο 7 του Συντάγματος.

Το Σύνταγμα συγκεκριμένα ορίζει ότι:

« Έκαστος έχει το δικαίωμα ζωής και σωματικής ακεραιότητος» και πως «η αποστέρησης της ζωής δεν θεωρείται παράβασις του παρόντος άρθρου, οσάκις προέρχεται εκ της χρήσεως της απολύτως αναγκαίας βίας, ότε και όπως ο νόμος ορίζη:

(α) επί αμύνης προσώπου ή περιουσίας προς αποτροπήν αναλόγου και άλλως αναποτρέπτου και ανεπανορθώτου κακού,

(β) προς διενέργειαν συλλήψεως ή προς παρεμπόδισιν αποδράσεως προσώπου νομίμως κρατουμένου,

(γ) επί πράξεως γενομένης προς σκοπόν καταστολής ταραχών ή στάσεως.

Σύμφωνα με το αρ. 17 του Ποινικού Κώδικα και υπό τον τίτλο «κατάσταση ανάγκης» ορίζεται ότι:

Πράξη ή παράλειψη, που διαφορετικά θα συνιστούσε ποινικό αδίκημα, δυνατόν να μη καταλογιστεί σε αυτόν που διέπραξε, αν αυτός μπορέσει να αποδείξει ότι αυτή έγινε ή παραλείφθηκε μόνο για αποτροπή συνεπειών διαφορετικά αναπότρεπτων, οι οποίες, αν δεν αποτραπούν θα επιφέρουν σε αυτό ή σε πρόσωπα τα οποία αυτός έχει υποχρέωση να προστατεύσει, αναπότρεπτο και ανεπανόρθωτο κακό, ότι η πράξη δεν υπερέβη το εύλογα αναγκαίο με αυτό, επίσης ότι το κακό που προκλήθηκε από αυτόν δεν ήταν δυσανάλογο με εκείνο το οποίο αποτράπηκε.

Αν και εκ πρώτης όψεως ο νόμος είναι λιτός και ξεκάθαρος, το θέμα της επιτρεπτής από τον νόμο άμυνας είναι ένα από τα δυσκολότερα της ποινικής δικαιοσύνης κι αυτό γιατί δεν υπάρχει θέσφατο. Αντιθέτως, κάθε υπόθεση είναι μοναδική και η έκβασή της εξαρτάται από πολλούς παράγοντες με τον κάθε ένα να είναι ικανός να αλλάξει τα δεδομένα και συνεπώς τη δικαιολόγηση ή μη εκ μέρους δικαστικών αρχών, αυτού που έπραξε κάποιος εβρισκόμενος σε κατάσταση άμυνας.

Μία τέτοια υπόθεση ήρθε στην επικαιρότητα πριν μερικές μέρες, όταν ένας ηλικιωμένος στη θέα ενός εισβολέα διαρρήκτη στην περιουσία του έκανε χρήση του κυνηγετικού του όπλου με αποτέλεσμα να τον τραυματίσει κρίσιμα. Ο εν λόγω ηλικιωμένος αυτή τη στιγμή βρίσκεται υπόλογος για απόπειρα φόνου.

Αν δεν μπορεί να δοθεί συγκεκριμένη απάντηση στο πού τοποθετείται το όριο της νόμιμης άμυνας, θα πρέπει ερμηνεύοντας τις επιταγές του Συντάγματος και του άρθρου 17 να σχηματοποιήσουμε τουλάχιστον ένα ευρύτερο πλαίσιο του.

Το αρ. 7 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα στη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα, δικαιολογώντας ωστόσο προσβολή του, εφόσον προέρχεται από τη χρήση της απολύτως αναγκαίας βίας, στις περιπτώσεις και με τον τρόπο που ο νόμος ορίζει για:

(α) την άμυνα προσώπου προς αποτροπήν αναλόγου και άλλως αναποτρέπτου και ανεπανορθώτου κακού

(β) τη διενέργεια συλλήψεως ή την παρεμπόδιση αποδράσεως νομίμως κρατουμένου

(γ) την πράξη που γίνεται για καταστολή ταραχών ή στάσεως

Σύμφωνα με το αρ. 17  οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν αποδεικτικά στο πρόσωπο του αμυνόμενου για να μην καταλογιστεί σε αυτόν η άδικη πράξη (ή παράλειψη) που διέπραξε, είναι τρεις:

  • Να έγινε (ή παραλείφθηκε) προκειμένου να αποτραπούν συνέπειες που διαφορετικά θα ήταν αναπότρεπτες και οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να επιφέρουν στον αμυνόμενο ή σε πρόσωπα που εκ του νόμου έχει υποχρέωση να προστατεύσει, αναπότρεπτο και ανεπανόρθωτο κακό
  • Η πράξη του αμυνόμενου να μην υπερέβη το αναγκαίο υπό τις περιστάσεις μέτρο
  • Και, τέλος, το κακό που προκάλεσε ο αμυνόμενος να μην ήταν δυσανάλογο αυτού που απέτρεψε

Από τις τρεις αυτές προϋποθέσεις η τρίτη είναι ίσως η πιο ξεκάθαρη, αφού έχουμε να αξιολογήσουμε ένα εύκολα παρατηρήσιμο μέγεθος, αυτό του κακού που επέφερε η άμυνα σε σχέση με το μέγεθος του κακού που απειλήθηκε.

Οι άλλες δύο ωστόσο προϋποθέσεις λόγω και της ευρύτητας ερμηνειών νομικών όρων, είναι εκείνες που προκαλούν τις περισσότερες δυσκολίες στην εξέταση μιας υπόθεσης, καθιστώντας την μοναδική.

Σε σχέση με την πρώτη προϋπόθεση, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να αποσαφηνιστεί κατά πόσον η πράξη του αμυνόμενου ήταν η προσήκουσα και ότι καμία άλλη δεν θα μπορούσε να αποτρέψει το απειλούμενο κακό. Σε ένα δεύτερο επίπεδο θα πρέπει με βάση και πάλι τα μοναδικά δεδομένα της εκάστοτε υπόθεσης, να αποδειχθεί ότι η πράξη που αποτράπηκε ήταν σε θέση να επιφέρει στον αμυνόμενο ή σε πρόσωπα τα οποία αυτός έχει υποχρέωση να προστατεύσει, αναπότρεπτο και ανεπανόρθωτο κακό.

Με απλά λόγια, η πράξη που αποτράπηκε θα προκαλούσε, αν δεν τη σταματούσε ο αμυνόμενος, ανεπανόρθωτο και αναπότρεπτο κακό; Και δεύτερον, θα μπορούσε ο αμυνόμενος να κάνει κάτι λιγότερο από αυτό που τελικά έκανε, για να αποτρέψει το κακό αυτό;

Σε σχέση με τη δεύτερη προϋπόθεση, επίσης ανακύπτουν ερμηνευτικά προβλήματα στον βαθμό που θα πρέπει ο δικαστής να αξιολογήσει τα στοιχεία που έχει ενώπιον του και να καθορίσει αν η πράξη του αμυνόμενου δεν υπερέβη το αναγκαίο για την αποτροπή του κακού που απειλήθηκε, μέτρο.

Εδώ, εξεταζόμενο μέγεθος είναι ένα: η ένταση της ποινικά άδικης πράξης του αμυνόμενου. Από ‘κει και πέρα εναπόκειται στον δικαστή αξιολογώντας την ένταση αυτή, να καθορίσει κατά πόσον υπερέβη το αναγκαίο για την αποτροπή του κακού μέτρο. Μία κλασική περίπτωση υπερβολής θα μπορούσε να είναι ο πυροβολισμός κατά διαδηλωτή που επιτίθεται σε ένα μέλος της αστυνομίας με το πλακάτ που κρατά.

Η νομολογία

Σε μία προσπάθεια να ξεκαθαρίσουμε ακόμη περισσότερο το τοπίο, επικοινωνήσαμε με τον Δικηγόρο Αλέξανδρο Κληρίδη, ο οποίος και μας παρέπεμψε σε αντιπροσωπευτικές δικαστηριακές αποφάσεις στην Κύπρο.

Σε αυτές τις αποφάσεις, σύμφωνα με τον κ. Κληρίδη, μπορεί κανείς να δει τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις της κυπριακής νομολογίας επί του θέματος «άμυνα και όρια αυτής».

Η πρώτη, αφορά υπόθεση του 1982 στην οποία το Ανώτατο έκρινε ότι «η άμυνα καθιστά, τη χρήση βίας για αποτροπή επίθεσης, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, νόμιμη. Η άμυνα όμως θα πρέπει να έχει ως αντικειμενικό στόχο την απόκρουση μιας επιθετικής ενέργειας. Τα μέσα που χρησιμοποιούνται, καθώς και ο τρόπος χρησιμοποίησής τους θα πρέπει να είναι ανάλογα του κινδύνου που αντιμετωπίζεται. Ένα άτομο που δέχεται επίθεση έχει δικαίωμα να αμυνθεί, αλλά δικαιούται μόνο να προβεί στις κινήσεις που είναι εύλογα αναγκαίες. Η εκτίμηση εξαρτάται βέβαια από τα συγκεκριμένα γεγονότα και περιστάσεις της υπόθεσης (βλέπε Palmer v. R. [1971] 1 All E.R. 1077)».

Σε απόφαση του 2000 είχε λεχθεί από το Ανώτατο ότι, «η ψυχολογική κατάσταση του προσώπου που επικαλείται την άμυνα πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν και να εξετάζεται το υποκειμενικό στοιχείο, δηλαδή κατά πόσο κάτω από τις περιστάσεις που επικρατούσαν το πρόσωπο που επικαλείται την άμυνα ειλικρινά είχε την πεποίθηση ότι η πράξη του ήταν αναγκαία για την άμυνά του ή την προστασία της περιουσίας του (R. v. Shannon [1980] 71 Cr. App. R. 192, CA)».

Επιπρόσθετα, τo θέμα της αυτοάμυνας όπως προνοείται στο άρθρο 7.3 του Συντάγματος, στο άρθρο 17 του Ποινικού Κώδικα και στη Νομολογία, ως αναφερόμενο σε ενέργεια προς αποφυγή ανάλογης και άλλως αναπότρεπτης συνέπειας, εξετάστηκε σε έκταση από το Ανώτατο Δικαστήριο το 2000.

Όπως ανέφερε τότε το Ανώτατο, «εκ των πραγμάτων, η έννοια της "εύλογα" αναγκαίας βίας μόνο αντικειμενική μπορεί να είναι, αφού ο ίδιος ο όρος "εύλογα" εισηγείται διαμόρφωση αντικειμενικής κρίσης εκ μέρους του δικαστηρίου ως κριτή των γεγονότων. Επειδή όμως ακριβώς το θέμα αφορά κρίση επί των γεγονότων, και μάλιστα σε συνάρτηση προς το λογικό της αντίδρασης προσώπου ισχυριζομένου ότι ευρέθη στην ανάγκη να υπερασπίσει τον εαυτό του, το υποκειμενικό στοιχείο της δικής του τοποθέτησης στην εξεταζόμενη κατάσταση πραγμάτων οπωσδήποτε υπεισέρχεται στο θέμα, μαζί με όλα τα άλλα δεδομένα. Όχι όμως ασφαλώς υπό τη μορφή του αν ο ίδιος ο κατηγορούμενος έκρινε ότι η χρησιμοποιηθείσα βία ήταν εύλογα αναγκαία, αλλά ώστε η δική του λογική αντίληψη των πραγμάτων να ληφθεί υπ' όψη, μαζί με όλα τα άλλα στοιχεία, για να αποφασισθεί αν ήταν εύλογα αναγκαία».