Αλμπέρ Καμύ: 63 χρόνια από το «παράλογο τέλος» κι η σύνδεση με την Κύπρο (VID)

Τετάρτη, 4/1/2023 - 15:54

Αλμπέρ Καμύ, ένας από τους πιο σημαντικούς φιλόσοφους του 20ου αιώνα με διεθνή ακτινοβολία και ευδιάκριτο αποτύπωμα. Είναι ο συγγραφέας του Ξένου, της Πανούκλας, της Πτώσης… Είναι ο πατέρας της φιλοσοφίας του παραλόγου… Διανοούμενος, δημοσιογράφος και δραματουργός, σκηνοθέτης και ηθοποιός…μα πάνω απ’ όλα ανθρωπιστής. 

«Μεγάλωσα, όπως όλοι οι άνθρωποι της ηλικίας μου, μέσα στις τυμπανοκρουσίες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Και η Ιστορία μας από τότε δεν έπαψε να είναι: φόνος, αδικία, βία»

Γεννημένος στις 7 Νοεμβρίου του 1913 σε μια φτωχή γειτονιά στο Αλγέρι, θα γνωρίσει τον πατέρα του μέσα από μια φωτογραφία αφού τον χάνει σε ηλικία μόλις ενός έτους όταν τραυματίζεται θανάσιμα στη μάχη του Μάρνη. Σπουδάζει και είναι τερματοφύλακας της ομάδας του πανεπιστημίου. Το ποδόσφαιρο είναι για αυτόν μια μεγάλη αγάπη, για να πει κάποια στιγμή ότι στο ποδόσφαιρο χρωστά όσα ξέρει για ηθική και καθήκον.

Μια κρίση φυματίωσης το 1930, βάζει τέλος στα αθλητικά του όνειρα. Γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή, δημοσιογραφεί ως πολιτικός συντάκτης και λογοτεχνικός κριτικός. Συμμετέχει στην αντίσταση κατά της Γερμανικής Κατοχής και το 1942 εκδίδει το πρώτο σπουδαίο έργο του, εκείνο για το οποίο είναι ευρέως γνωστός μέχρι και σήμερα…Ο Ξένος.

Ο «πατέρας» του παραλογισμού

Με τον «μύθο του Σίσυφου», ο Καμύ θεμελιώνει την έννοια του παραλόγου. Χρησιμοποιεί τον ήρωα της ελληνικής μυθολογίας, τον οποίον ο Δίας καταδίκασε αιώνια να κουβαλά έναν βράχο μέχρι την κορυφή ενός βουνού και φθάνοντας εκεί, ο βράχος κατρακυλούσε, σημαίνοντας άλλον έναν κύκλο του μαρτυρίου του.

«Φαντάζομαι πως ο Σίσυφος ήταν ευτυχισμένος».  Αυτή του η φράση θα μπορούσε να συνοψίσει την έννοια του παραλογισμού που πραγματεύεται την ανθρώπινη ύπαρξη, συμφιλιωμένη με το παράλογο, χωρίς να στηρίζεται στην ελπίδα, αλλά να ζει με πάθος την κάθε στιγμή.

«Το Ελληνόπουλο»

6 Δεκεμβρίου 1955. Η γαλλική εφημερίδα L’ Express δημοσιεύει άρθρο του με τίτλο «L’ enfant grec», Το ελληνόπουλο. Σε αυτό, ο διακεκριμένος λογοτέχνης «αριστερών» πεποιθήσεων εκλιπαρεί την διεθνή κοινή γνώμη να πιέσει ώστε να δοθεί χάρη στον καταδικασμένο από τους Άγγλους σε θάνατο Μιχάλη Καραολή και τάσσεται ανοιχτά υπέρ του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ αλλά και της Ένωσης με την Ελλάδα.

Το χειρόγραφο του σπουδαίου στοχαστή φυλάσσεται στο Μουσείο Αγώνος 1955-59 στη Λευκωσία.

Το νόμπελ

Το 1957 βραβεύεται με Νόμπελ Λογοτεχνίας για το σύνολο των έργων του και σε ηλικία 44 ετών. Από το βήμα του Δημαρχείου της Στοκχόλμης θα μιλήσει για το ρόλο του συγγραφέα και το χρέος του να υπηρετεί την αλήθεια και την ελευθερία.

«Κάθε γενιά, αναμφισβήτητα, θεωρεί τον εαυτό της προορισμένο να ξαναφτιάξει τον κόσμο. Η δική μου γνωρίζει πως δεν θα τον ξαναφτιάξει. Ίσως όμως η αποστολή της να είναι δυσκολότερη: να εμποδίσει να καταστραφεί ο κόσμος».

Το παράλογο τέλος

«Δεν υπάρχει τίποτα πιο σκανδαλώδες από τον θάνατο ενός παιδιού και τίποτα πιο παράλογο από το θάνατο σε τροχαίο δυστύχημα», έλεγε στους φίλους του, μα η μοίρα έπαιξε το παιχνίδι της και επεφύλαξε στον «πατέρα» του παραλογισμού, τον παράλογο αυτό θάνατο πριν καν προλάβει να συμπληρώσει τα 47 του χρόνια.

Ήταν 4 Ιανουαρίου του 1960 σε μια διαδρομή από την Προβηγκία στο Παρίσι. Το όχημα οδηγεί ο εκδότης του Μισέλ Γκαλιμάρ με συνεπιβάτες τη σύζυγο και την κόρη του…και τον Καμύ. Το αμάξι παρεκκλίνει της πορείας του και πέφτει βίαια σε έναν πλάτανο. Ο Καμύ βρίσκει ακαριαίο θάνατο. Ο Γκαλιμάρ πεθαίνει λίγες μέρες αργότερα.

Δυστύχημα ή δολοφονία; Ένα ερώτημα που δεν απαντήθηκε ποτέ με βεβαιότητα, ωστόσο όσοι μιλούν για δολοφονία «δείχνουν» την KGB, με κίνητρο την αντισοβιετική ρητορική του.

Παρά το ανάστημά του στη γαλλική κουλτούρα αλλά και το παγκόσμιο, ο Καμύ τάφηκε στο Λουρμαρέν της Βωκλύζ, δίπλα στη σύζυγό του. Μια ταπεινή, μικρή, πέτρινη πλάκα που την αγκαλιάζει δεντρολίβανο και στην οποία αναγράφεται: Αλμπέρ Καμύ: 1913-1960.

Όπως ο ίδιος είχε πει…

«Η ζωή μπορεί να είναι υπέροχη και συνταρακτική, αυτή είναι όλη η τραγωδία της. Χωρίς ομορφιά, αγάπη ή κίνδυνο, θα ήταν σχεδόν εύκολο να ζεις».