"Έβαλε μου το όπλο πάνω στον κρόταφο. Σκέφτηκα ότι ήταν το τέλος."

Σάββατο, 20/7/2019 - 10:13
Μικρογραφία

Ο Αντρέας Χριστοφή Φούρης από την Σωτήρα, παρουσιάστηκε νεοσύλλεκτος στην Εθνική Φρουρά το Ιανουάριο του 1974, Υπηρέτησε τη θητεία του ως απλός στρατιώτης στη 32ΜΚ. Τις αμέσως επόμενες μέρες της Β’ φάσης της εισβολής συνελήφθη από τους εισβολείς. Τις συγκλονιστικές στιγμές που βίωσε κατά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 1974 και στις δύο φάσεις της τουρκικής εισβολής κατέγραψε ο δημοσιογράφος Μάριος Αδάμου και τις δημοσιοποίησε στο βιβλίο του με τίτλο "Μνήμες Πολέμου 1974"

Στο στρατό πήγα στις 20 του Γενάρη του 1974. Νεοσύλλεκτοι καταταγήκαμε στο ΚΕΝ Καραόλου στην Αμμόχωστο. Εγώ επιλέγηκα για λόκατζης. Η βασική εκπαίδευση στην Αθαλάσσα ήταν πολύ δύσκολη, είχε καψώνι πολλή. Όμως τούτη η δύσκολη εκπαίδευση και το καψώνι, μας φάνηκε χρήσιμο μέσα στον πόλεμο. Η ειδικότητα μου ήταν ελεύθερος σκοπευτής.  

Μετά την εκπαίδευση πήγα στην 32 Μοίρα Καταδρομών στον Άγιο Χρυσόστομο. Στην μοίρα αν θυμάμαι καλά, πήγαμε, τέλος του Απρίλη αρχές του, Μάη. Εκεί, συνεχίσαμε την εκπαίδευση μας κανονικά, πορείες, βολές, μαθήματα. Πάνω που το στρατόπεδο, σε τρία σημεία θυμάμαι είχε πολυβολεία, να χτυπούμε τα αεροπλάνα αν μας έκαναν επίθεση. Εγώ ήμουν στον 22ο λόχο, με υπολοχαγό τον Κοτσυφάκη Κωνσταντίνο και διμοιρίτη τον ανθυπολοχαγό Καϊττάνη. Διοικητής της Μοίρας ήταν αντισυνταγματάρχης Ναπολέων Δαμασκηνός και υποδιοικητής ο Νίκος Ταβουλάρης.

Πριν το πραξικόπημα, μετακινήσαν  ορισμένους και μας πήραν στο στρατόπεδο της Τύμπου. Λίγες μέρες πριν το πραξικόπημα «ψυλλιαστήκαμε» ότι κάτι θα γίνει. Δεν ξέραμε όμως για το πραξικόπημα. Ξέραμε όμως ότι κάτι ήταν να συμβεί, τι θα ήταν ακριβώς δεν είχαμε υπόψη.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: «Όποιο δω και δώσει νερό σ’ αυτά τα καθάρματα, θα τον εκτελέσω» (ΦΩΤΟ)

λλλ

Τη Δευτέρα 15 του Ιούλη, μας βάλανε μέσα στα BTR[1] , και μας είπαν πάμε στο προεδρικό, χωρίς παραπάνω διευκρινήσεις. Απλώς μας είπαν, να προσέχουμε γιατί θα μας χτυπούσαν που τις πολυκατοικίες. Ούτε μας είπαν καν ποιοι θα μας χτυπούσαν.

Μόλις μπήκαμε της Λευκωσίας, άρχισαν ριπές. Όμως εμείς είμαστε καλυμμένοι μέσα στα άρματα. Στη διαδρομή καταλάβαμε τι γινόταν. Μέσα στο άρμα δεν μιλούσε κανένας.

Φτάσαμε στο Προεδρικό και εκεί ήταν το σώσε. Εγώ μόλις μπήκα μέσα που την καγκελόπορτα και είδα ότι ξεκίνησε το πραξικόπημα, το ήμαρτον μου λαλώ το, είδα απέναντι ένα φράκτη με δέντρα, πήγα και κρύφτηκα που πίσω. Από εκεί έβλεπα τους στρατιώτες που τους έφερναν νεκρούς και έριχναν τους  πάνω στα φορτηγά. Απίστευτο. Να σκοτώνει αδερφός τον αδερφό. Ο φίλος τον φίλο. Ο χωριανός τον συγχωριανό του.  Η 32 Μοίρα, μέσα στο Προεδρικό είχε μια διμοιρία φρουρά[2]. Φαντάζεσαι να πυροβολείς το φίλο σου. Εγώ δεν έσυρα ούτε μια σφαίρα.

Είχε ένα BTR, πήγε ο οδηγός να το βάλει, κάτω που το προεδρικό, να κατεβούν να κάνουν έφοδο να μπουν μέσα. Χτυπήσαν τους που πάνω με μια ρουκέτα ΑΤ, έριξαν τους και 2 χειροβομβίδες, και νομίζω τέσσερα  ή έξι άτομα που ήταν μέσα σκοτωθήκαν[3]. Μαζί τους ήταν και ο Οδυσσέας Κουτσόφτας που το Παραλίμνι. Ήταν μεγάλο έγκλημα, το πράμα που γινόταν εκείνη την ώρα. Η μάχη πρέπει να κράτησε δυο με τρεις ώρες. Έγινε μεσημέρι να τελειώσει. Εγώ τούτες όλες τις ώρες ήμουν κρυμμένος. Στο προεδρικό σκοτωθήκαν πολλοί δικοί μας[4].

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: "Όσπου δεν τον ηβρίσκουν πιστεύκω εννά ρτει..." (ΒΙΝΤΕΟ)

λλλ

Όταν τέλειωσε το πραξικόπημα, μέχρι την εισβολή εμείς ήμασταν φρουρά μέσα στο Προεδρικό. Ξημερώματα Σάββατο, 20 του Ιούλη, γιορτή του Προφήτη Ηλία, ήμουν με κάποιο σκοπιά και παρατήρησα αεροπλάνα πάνω στον ουρανό. Την ίδια ώρα, άρχισαν και τους βομβαρδισμούς. Όταν είδαμε και τους καπνούς, είπαν ότι γινόταν εισβολή. Μπήκαμε μέσα στα φορτηγά να πάμε πίσω στην Μοίρα. Στο δρόμο μας βομβάρδισαν δυο αεροπλάνα, χωρίς ευτυχώς να έχουμε απώλειες. Αποστολή μας ήταν να καταλάβουμε την Άσπρη Μούττη.

Περίπου η ώρα 2 το μεσημέρι, συγκεντρωθήκαμε στον Κουτσοβέντη. Μας έβαλαν ξανά μέσα στα φορτηγά, μέρα μεσημέρι να πάμε στην Άσπρη Μούττη. Στο δρόμο  πάλι μας εντόπισαν τ’ αεροπλάνα και επιτεθήκαν μας.  Πεταχτήκαμε κάτω που τα αυτοκίνητα για να γλιτώσουμε. Τα φορτηγά διαλυθήκαν που τους πολυβολισμούς.

Νύχτα ξεκινήσαμε για την Άσπρη Μούττη. Έδωσε διαταγή ο διοικητής η ώρα 11 να ξεκινήσουμε επίθεση. Επιτεθήκαμε πιάσαμε κάποια πολυβολεία, όμως εκείνα που έμειναν δεν μπορούσαμε να τα πιάσουμε με τίποτε. Ήταν πολύ καλά οχυρωμένοι οι Τούρκοι. Πρέπει να πήγε η ώρα δυο τα ξημερώματα, και οι Εγγλέζοι των Ηνωμένων Εθνών, μόλις είδαν τους δικούς μας να τους κοντεύουν, άρχισαν να σύρνουν φωτοβολίδες. Οι Τούρκοι πλέον έβλεπαν μας καθαρά που κινούμασταν και αρχίσαν μας. Τότε ήταν όποιος προλάβει να φύει να σωθεί. Το μόνο που είπα μέσα μου ήταν  να έχουμε ευχή για να γλιτώσουμε. Οπισθοχωρήσαμε και καρτερούσαμε αν θα έκαναν αντεπίθεση. Όμως οι Τούρκοι λούφαξαν και εκείνοι ώσπου να ξημερώσει.

Όταν ξημέρωσε και ενώ κάθουμουν πάνω σε μία πέτρα σκέφτηκαν να πέσω λίγο πίσω. Δεν πρόφτασα να πέσω και μια ριπή πέρασε κάτι πόντους που πάνω μου. Είπε μου ο διπλανός μου: «Ρε είχες ευχή. Αν μίνησκες καθιστός ήταν να ήσουν μακαρίτης». Όταν ξημέρωσε καλά, αρχίσαμε να οπισθοχωρούμε, γιατί μας έβαζαν οι Τούρκοι με τους όλμους των 60 χιλιοστών. Στο δρόμο για την Μοίρα, βρήκαμε κάτι στρατιώτες του Πυροβολικού. Τους ζητήσαμε και μας έδωσαν νερό να πιούμε. Είχε πάνω που 12 ώρες που ήμασταν διψασμένοι.

Τη νύχτα πήραμε διαταγή να πάμε στο πρώτο πολυβολείο που ήταν πάνω που την Μοίρα προς τη Δύση. Το πρωί όταν ξημέρωσε, είδαμε τους Τούρκους στα 200 μέτρα μπροστά μας. Ήμουν  μαζί με τον συγχωριανό μου τον μακαρίτη τον Αντώνη Ευσταθίου, και μόλις είδαμε τους Τούρκους, οι οποίοι ήταν να μας περικυκλώσουν, φύγαμε και πήγαμε ολόισια στην Μοίρα.

Στην εκεχειρία μας πήραν στην Χάρτζια. Μπροστά μας είχε τρεις γραμμές δικούς μας, πεζικό. Εμείς ήμασταν εφεδρεία, να αναλάβουμε αποστολή όταν θα έκαναν επίθεση οι Τούρκοι.

λλλλ

Το ξημέρωμα δεκατέσσερις του Αυγούστου, άρχισε ο Β’ γύρος. Ήμασταν πέντε μέσα στο πρόχωμα, όταν ξαφνικά νομίσαμε ότι έπεσε δίπλα μας πόμπα. Τελικά ήταν τα πλοία που χτυπούσαν πάνω στον Πενταδάχτυλο. Κάπνιζε όλο το βουνό. Έβλεπες τους στρατιώτες μες τα δεντρά και τις ποκαλάμες που ετρέχαν να γλιτώσουν. Οι παραπάνω αξιωματικοί ήταν χασιμιοί, έπιασαν τα αυτοκίνητα και έφυγαν, και άφησαν τους στρατιώτες ανεξέλεγκτους. Εμείς τι πόλεμο ήταν να κάνουμε, αφού όλοι οπισθοχωρούσαν. Υποχωρήσαμε και εμείς.

Αρχικά είμαστε δέκα νομάτοι, ύστερα γίναμε 20, μετά 50 και τελικά καταλήξαμε καμιά 300. Ξεκινήσαμε που τον Παχύαμμο και φτάσαμε στο Φλαμούδι – Δαυλό. Εκεί μέσα στα χωράφια βρήκαμε νερό. Καμία 15 άτομα ξεκόψαμε, και κάναμε πάνω προς την Καντάρα να βρούμε τρόπο να φύουμε. Πάνω στο δίστρατο βρήκαμε ένα ξωκλήσι[5] . Όπλα δεν κρατούσαμε, πετάξαμε τα. Εμένα στη δεύτερη εισβολή, μου έδωσαν ένα πολυβόλο, αλλά ο προμηθευτής που κρατούσε τις σφαίρες πέταξε τες. Το πολυβόλο τι ήταν να το κάνω χωρίς σφαίρες, το πέταξα. Ήταν ένα FN MAG, που τα νέα που έφεραν στην εκεχειρία. Τελικά επιστρέψαμε πίσω και βρήκαμε καταφύγιο μέσα στα χωράφια, ανάμεσα στο Φλαμούδι και το Δαυλό. Τρώγαμε τεράτσια και σύκα. Νερό είχε τρεχάμενο. Είχε μια δεξαμενή και έτρεχε μέσα νερό.

Ύστερα που καμία δυο μέρες, στις 18 του Αυγούστου, αναγκαστήκαμε να φύγουμε, γιατί ανακαλύψαν μας οι Τούρκοι.  Πήγαμε να ξεκινήσουμε την μηχανή να βγάλουμε νερό, ήταν ένας Τουρκοκύπριος με το τράκτορ πάνω σ’ ένα ύψωμα και μας είδε. Εγώ τον είδα και τότε το είπα στους συντρόφους μου, ότι θα ειδοποιούσε τον στρατό, να έρθει να μας πιάσει. Είμαστε περίπου 15 άτομα. Εγώ μ’ ένα Λεμεσιανό, δώσαμε μες τον ποταμό. Δεν πέρασε ούτε ένα τέταρτο και είδαμε ένα φορτηγό γεμάτο Τούρκους. Ακούσαμε ριπές. Είχε δυο δικούς μας που κρατούσαν που ένα Τόμπσον. Έγινε μάχη. Σκοτώθηκε ένα Λεμεσιανός, ενώ ο Κωνσταντίνος Αυξέντη που την Αχερίτου, έκανε προς τα κάτω και από τότε είναι αγνοούμενος.  Εγώ περίμενα πλέον να νυχτώσει, να δω ποιοι ήταν να βρεθούμε και τι θα κάναμε. Που τους 15 μείναμε οι επτά. Το δειλινό κατά τις τέσσερις η ώρα βρεθήκαμε. Ξεκινήσαμε να πάμε πάνω προς την Καντάρα. Όπως περπατούσαμε είδαμε να έρχεται μια μοτόρα με δυο Τούρκους. Κάναμε νόημα ο ένας στον άλλο και κρυφτήκαμε. Στο 20 λεπτό ξεκίνησε ξανά η μοτόρα και έφυγαν. Τη νύχτα κατεβηκαμε προς τον κάμπο της Μεσαορίας. Φτάσαμε στον Άγιο Σέργιο, περπατητοί μέσα που τα χωράφια.  Ακούγαμε φωνές, ακούγαμε σκύλους και αποφεύγαμε τους.

Την επόμενη 19 του Αυγούστου μείναμε όλη μέρα σε κάτι δέντρα. Είχαμε χάρτη και ένα ραδιοφωνάκι και ακούγαμε τα νέα. Τη νύχτα καταλήξαμε στην περιοχή του μοναστηριού του Αποστόλου Βαρνάβα. Πριν το μοναστήρι περίπου 200 μέτρα, είχε δυο ποκαλάμες, κάμποση έκταση. Είχε δυο «βουνά» πάλες σανού. Πήγαμε επτά άτομα και μπήκαμε μέσα πάλες. Ήταν τρεις με τέσσερις τα ξημερώματα. Οι πάλες που τον καιρό που ήταν εκεί μαύρισαν εξωτερικά. Μέσα όμως ήταν φρέσκες, σαν να τις θέρισες πρόσφατα. Εμείς όταν μπήκαμε μέσα μετακινήσαμε φαίνεται τις πάλες. Κατά τις τρεις το δειλινό, ήρθε ένα αυτοκίνητο και έδινε γύρω, έξω που το σωρό που τις πάλες. Έδωσε τέσσερις με πέντε  γύρους, και κατέβηκε ένας και μας φώναξε στα ελληνικά να βγούμε έξω διαφορετικά θα έβαζαν φωτιά στις πάλες. Πόση ώρα να φωνάζουν και να απειλούν αποφασίσαμε να παραδοθούμε, μπορεί να είχαμε ευχή και να γλιτώναμε. Ήταν έξι άτομα. Κρατούσαν ένα Τόμπσον και εκείνος που το κρατούσε στάθηκε 30 μέτρα πίσω από το φορτηγό. Είχε και δυο άτομα που κρατούσαν τριχάλια. Βγήκαμε έξω και άρχισε το ττοπούζι[6] . Να ήταν γάιδαρος ήταν να ψοφήσει. Εγώ δε φορούσα ρούχα στρατιωτικά. Σ’ ένα σπίτι στο Φλαμούδι, μπήκα μέσα και έπιασα ρούχα πολιτικά και άλλαξα. Ένα παντελόνι και ένα πουκάμισο άσπρο, το οποίο στο τέλος έγινε ολόμαυρο. Να μας έβγαζε κάποιος φωτογραφία δε θα αναγνώριζα ούτε ο ίδιος τον εαυτό μου.

λλλλ

Η χειρότερη στιγμή της ζωής μου ήταν εκείνη που μας έπιασαν. Πάνω στο φορτηγό, ώσπου να μας πάρουν στην Αμμόχωστο τραβήσαμε βάσανα πολλά. Μας έβαλαν ανάσκελα πάνω στην «κάσια» του φορτηγού, με δεμένα τα μάτια. Εγώ κανόνισα και μπήκα στη γωνιά του φορτηγού που ήταν οι κρίκοι. Όπως ήμουν πεσμένος με δεμένα τα μάτια, ήρθε ένας και έβαλε μου το όπλο πάνω στον κρόταφο. Σκέφτηκα ότι ήταν το τέλος. Έπιασα πάνω στα κάγκελα και πετάσσετουν και χτύπα μου με τα άρβυλα πάνω στην ράχη. Ούτε που μας έβαλαν οι όλμοι στην Άσπρη Μούττη, δε φοβήθηκα όπως  την ώρα εκείνη. Είπα «αιωνία μου η μνήμη».

Μετά μας πήραν στην Αμμόχωστο για ανάκριση. «Από πού είσαι; Σε ποιο τάγμα ήσουν;». Εγώ τους απάντησα ότι ήμουν στο 629 ΤΠ. Οι ανακριτές ήταν Τούρκοι αξιωματικοί, με διερμηνέα τουρκοκύπριο. Την ώρα που μας επέρναν στα κελιά χτυπούσαν μας μ’ ότι φανταστείς.  Με ζώνες, καρμίτσια, έσπαζαν πάνω μας τα σκουπόξυλα. Αν γύρευκες να κλάψεις ήταν χειρότερα. Εγώ είπα θα μας σκοτώσουν, δεν πρόκειται να βγούμε ζωντανοί. Το φαί που μας έδιναν ήταν τρεις με τέσσερις ελιές, ένα κομμάτι ψωμί και ένα παγούρι νερό. Την 3η μέρα ήρθε ένας τουρκοκύπριος και μας είπε ότι θα μας έστελλαν στην Τουρκία. Την 4η μέρα τελικά μας πήραν στην Λευκωσία. Ξεκίνησαν άλλες ανακρίσεις. Σε ποιο τάγμα ήσουν, σε ποιο λόχο, ποιος ήταν ο λοχαγός σου. Εγώ επέμενα να τους λέω ότι ήμουν στο 629 ΤΠ με διοικητή τον Κωνσταντίνου Κωνσταντίνο. Πριν να μας συλλάβουν, έγραψαν μου το έμαθα το απέξω και έλεγα το συνέχεια. Αν τους αποκάλυπτα ότι ήμουν στα ΛΟΚ, πρώτο θα μας ξεχώριζαν από τους άλλους και μετά θα με εκτελούσαν.

Στις ανακρίσεις εγώ πάντα καθόμουν και έβλεπα μια τρύπα πάνω στην πόρτα. Έτυχε και έπιασε το μάτι του το Χατζηγιάννη, κάποιο με τον οποίο χωριστήκαμε στο Φλαμούδι, και διερωτήθηκα που θα ήταν οι άλλοι που ήμασταν μαζί. Την 3η μέρα που μας είχαν στη Λευκωσία, ήρθε ένας τουρκοκύπριος και μας είπε ότι θα μας απελευθερώσουν, γιατί ξεκίνησαν ο Κληρίδης και ο Ντενκτάς την ανταλλαγή αιχμαλώτων.

Όταν ήμασταν ακόμη στο Φλαμούδι, κάποιος πήγε κάτω στον κύριο δρόμο και περίμενε να περάσουν Ηνωμένα Έθνη ή Ερυθρός Σταυρός για να δώσει τα ονόματα μας. Πέρασαν άνδρες των Ηνωμένων Εθνών και έδωσε τη λίστα με τα ονόματα μας. Όταν μας συνέλαβαν και μας πήραν στην Αμμόχωστο, είχε πάλι Ηνωμένα Έθνη και κατέγραψαν τα στοιχεία μας.

Όταν μας είπαν ότι θα μας αφήσουν, μας ξανάπιασαν καταθέσεις και μας έβγαλαν  φωτογραφίες. Όπως είμαστε σε μια κάμαρη, μπήκε μέσα κάποιος που κρατούσε ένα άλυσο και όπως τον γύριζε με βρήκε πάνω στην κεφάλι. Όπως ακουμπούσα πάνω στον τοίχο, λιποθύμησα και κάποιος άρπαξε με να μην πέσω. Αρχίσαν να μου ρίχνουν νερό, μέχρι που έφερα το νου μου. Το απόγευμα, ώρα τρεις, ήρθε κάποιος και μας είπε ότι την επομένη θα πηγαίναμε στο Γκαράζ Παυλίδη για να μας αφήσουν. Μας έφεραν και ένα καζάνι ρύζι να φάμε.

λλλ

Την επόμενη, όταν περάσαμε στη νεκρή ζώνη, στο Λήδρα Πάλας, μας έδωσαν ρούχα και αλλάξαμε. Βγήκαμε έξω και είχε συνεργεία, που δηλώσαμε τα στοιχεία μας. Εγώ έπιασα μια καρέκλα και έκατσα. Ήρθε μια νοσοκόμα και ζήτησα της νερό. Έφερε μια «κούζα[7]» και ήπια δυο ποτήρια. Αμέσως μετά λιποθύμησα και δεν θυμόμουν τίποτε άλλο. Με έπιασαν χέρια πόδια, μου έβαλαν επιτόπου  έξι με επτά  ενέσεις και με πήραν νοσοκομείο. Στο νοσοκομείο έκανα  μέρες.

Όταν ήρθα στο χωριό, ο μακαρίτης ο πατέρας μου, είπε μου ότι ήξερε πως ζούσα και ήμουν αντάρτης πάνω στο Πενταδάχτυλο. Πιστεύω γλιτώσαμε που τις ευχές που μας έβαζαν.

Επεξηγήσεις:

[1] Οι καταδρομείς τις 32ΜΚ δεν μεταφέρθηκαν με οχήματα μεταφοράς προσωπικού τύπου ΒΤR, αλλά με οχήματα TS. Επρόκειτο για ερπυστριοφόρους ελκυστήρες  ATS – 712, οι οποίοι κανονικά χρησιμοποιούνταν για την μεταφορά συστοιχιών αντιαεροπορικών πυραύλων SA- 2. Τα οχήματα έφθασαν στην Κύπρο στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ενώ θα ακολουθούσε η έλευση των πυραύλων. Η παραγγελία όμως του οπλικού συστήματος, προκάλεσε κρίσημε αποτέλεσμα να ματαιωθεί η έλευση των πυραύλων. Τα οχήματα, παραμονές της εισβολής του 1974, μετατράπηκα και αξιοποιήθηκαν ως Τεθωρακισμένα Οχήματα Μεταφοράς Προσωπικού (ΤΟΜΠ). Τα χρησιμοποιούσε η 21η  ΕΑΝ η οποία είχε έδρα το στρατόπεδο «Βασίλειου Καποτά» ΒΜΗ στην Παλλουριώτισσα.

[2] Διμοιρία 15 καταδρομέων, της 32 ΜΚ, ήταν αποσπασμένη στο Προεδρικό ως τιμητική φρουρά

[3] Εντός του οχήματος TS φονεύθηκαν εννέα καταδρομείς οι: έφεδρος Ανθυπολοχαγός Αντώνης Παντοπώλης, ο λοχίας Κωνσταντίνος Καψάλη, ο λοχίας Ανδρέας Χαραλάμπους, ο δεκανέας Οδυσσέας Κουτσόφτας, ο δεκανέας Διονύσιος Παπαπέτρου, ο δεκανέας Αχιλλέας Πιριντζή, ο δεκανέας Παναγιώτης Σάββα Τσόκκος, ο  καταδρομέας Ανδρέας Μιλτιάδους και ο καταδρομέας Αντώνης Παρτζίλη, καθώς επίσης και ο οδηγός του άρματος Θεόδωρος Χατζηπαναγιώτου. 

[4] Στο προεδρικό φονεύθηκε και ο καταδρομέας Ματθαίος Ματθαίου, ο οποίος ήταν αποσπασμένος στην τιμητική διμοιρία. Πιθανό να χτυπήθηκε από τους επιτιθέμενους συναδέλφους του. Η 32ΜΚ έχασε επίσης την ίδια μέρα το διοικητή του 21ου ΛΚ Θεόδωρο Ροκκά, ο οποίος πυροβολήθηκε και φονεύθηκε στην λεωφόρο Στασίνου από ελεύθερο σκοπευτή.

 [5] Πιθανό να πρόκειται για το παρεκκλήσι της Παναγίας της Μελίσσας

[6] Μτφ Άγριο Ξύλο

[7] κανάτα